Στριφογύριζε στο κρεβάτι του όλη νύχτα, κάθε νύχτα τους τελευταίους μήνες. Τα πόδια του κλωτσούσαν κάτω από τα σκεπάσματα και αυτός σφάδαζε, χώνοντας το κεφάλι του κάτω από τα μαξιλάρια, κλείνοντας σφιχτά τα μάτια του. Τα νύχια του ράγιζαν από την υπερβολική πίεση και μερικές νύχτες έβρισκε κόκκινες κηλίδες, ίσα-ίσα ορατές, επάνω στις μαξιλαροθήκες, εκεί που είχαν πληγιάσει τις παλάμες του.
Τινάχτηκε από το κρεβάτι του, εκτοξεύοντας τα σκεπάσματα από πάνω του, ουρλιάζοντας από οργή. Σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει τον τοίχο, όμως το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ανέλαβε στιγμιαία τον έλεγχο. Η οργή παρόλα αυτά υπερίσχυσε, οδηγώντας τη γροθιά του στο δοκάρι, με αποτέλεσμα να σπάσει τα δάχτυλά του. Ο σοβάς εκτοξεύθηκε σε κάθε κατεύθυνση, λεκιασμένος με αίμα από τις πληγές στις κλειδώσεις του και αυτός έσφιξε τα δόντια του, συγκρατώντας την κραυγή του.
Σύρθηκε προς την τουαλέτα, όπου ο θόρυβος δεν ήταν τόσο δυνατός. Δεν υπήρχε εδώ καθόλου μεσοτοιχία, επομένως δε μπορούσαν να κυκλοφορήσουν εκεί. Μέσα σε εκείνο το μικρό κελί από μάρμαρο, ήταν σχετικά απαλλαγμένος από τα ποντίκια.
Τα ποντίκια.
Τα ποντίκια.
Εκείνα τα δαιμονικά, μικρά πλάσματα που σέρνονται, πηδούν, δαγκώνουν, ουρλιάζουν, τρώνε, αφοδεύουν, ζευγαρώνουν και γεμίζουν με τα μικρά, βρώμικα σώματά τους το διάστημα μεταξύ της μεσοτοιχίας και τους τοίχου, που κάθε νύχτα (και τελευταία τις μέρες. Ω θεέ μου, κοιμούνται όλο και λιγότερο αυτές τις μέρες) αντηχεί με τους ήχους της ζωής τους.
Σιχαμένα, μικρά, άθλια, βρώμικα ποντίκια.
Το μικρό κελί του μπάνιου ήταν το μοναδικό του καταφύγιο. Θα έμενε εκεί (είχε περάσει αρκετές νύχτες τον πρώτο καιρό, μέσα στη μπανιέρα), αν δεν ήταν ο καθρέφτης.
Ο μεγάλος ,εντοιχισμένος καθρέφτης που είχε αγοράσει. Σίγουρα ανάμεσα στις πολλές εφευρέσεις του ανθρώπου δεν υπάρχει κανένα άλλο όργανο ή όπλο ή μέσο πιο ανηλεές από τον καθρέφτη. Κοίταζε μέσα του και έβλεπε το πρόσωπό του, μια παρωδία αυτού που ήταν πριν μερικούς μήνες.
Οι κόρες των ματιών του ήταν πλέον μικρά νησάκια από μαύρο που έπλεαν σε μια θάλασσα από αίμα, αποτέλεσμα της αϋπνίας που τον ταλάνιζε. Το πρόσωπό του είχε ταλαιπωρηθεί, τα μάγουλά του πλέον διέγραφαν τα ζυγωματικά του με ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Κοίταξε το κεφάλι του από διαφορετικές γωνίες και είδε τις ουλές που είχε κάνει στο ξύρισμα, από απρόσεχτα κοψίματα στο σαγόνι ή στο λαιμό. Κοίταξε τη μεγαλύτερη από αυτές, που την έκανε στον εαυτό του τον πρώτο μήνα της πολιορκίας, όταν τα νεύρα του ακόμη κατέρρεαν και δεν είχαν κατακαθίσει στον οργανωμένο και ανυπέρβλητο σωρό από ερείπια που πλέον αποτελούσαν.
Είχε κοπεί πολύ βαθιά εκείνη τη νύχτα. Αν δεν ήξερε τον εαυτό του καλύτερα, θα έλεγε ότι δοκίμασε να κόψει το λαιμό του. Τι ηλίθια ιδέα που είχε περάσει από το μυαλό του. Πώς θα μπορούσε ποτέ να αφήσει το σπίτι του έρμαιο σε αυτά τα σιχαμένα ζωύφια; Όλοι οι άλλοι ένοικοι το άφησαν, παραδόθηκαν άνευ όρων, τους έδωσαν απλόχερα ένα χιλιοστό γης από τον τόπο τους.
Ένα χιλιοστό δεν είναι και μεγάλη απόσταση αν κάτσεις να το σκεφτείς, αλλά αυτά τα σιχαμένα ζωύφια θα κατέκλυζαν τον κόσμο , το ήξερε πολύ καλά. Θα δοκίμαζαν να τον τρελάνουν, να τον κάνουν να τα χάσει ολοκληρωτικά, να εγκαταλείψει ή να τον κλείσουν κάπου, μακριά από το σπίτι του. Και μετά, με αυτή τους τη νίκη, ποιος μπορεί αν εγγυηθεί ότι δε θα διεκδικούσαν και ό,τι άλλο γέμιζε τα μικρά, πεινασμένα μάτια τους;
Έτσι λοιπόν αυτός θα έμενε εκεί. Θα τα πολεμούσε μέχρι να τρελαθεί ή να πεθάνει. Αυτός ή τα ποντίκια.
Άκουσε κάτι μικρό και μαλακό να πέφτει άγαρμπα στο πάτωμα της κουζίνας και μετά τη γνώριμη, απελπισμένη κραυγή του σιχαμερού ζωυφίου καθώς τα πόδια του πιάστηκαν από την κολλητική ταινία. Ήχοι σαν και αυτούς του έδιναν χαρά πλέον. Χαμογελώντας, πήρε το ψαλίδι των νυχιών και όρμησε μέσα στην κουζίνα για να σφάξει το μικρό εισβολέα. Το βρήκε να πασχίζει να διαφύγει μάταια, σκούζοντας πάνω στην ταινία και το κάρφωσε το σώμα του με το ψαλίδι, ανοίγοντάς το στα δύο. Το πέταξε επάνω στα υπόλοιπα, που κοιτούσαν υποτιμητικά τον άνθρωπο από το εσωτερικό του ντουλαπιού για τα πιάτα. Εξαφανίστηκαν μέσα στην τρύπα που είχαν ανοίξει στο ξύλο και αυτός, ουρλιάζοντας από χαρά, πήρε τον οικοδομικό αφρό από τη μικρή αποθήκη.
Με προσοχή και σχολαστικότητα, έκλεισε το ξύλο με μία μεγάλη φούσκα από το κίτρινο υλικό, που αμέσως μετά πέτρωσε. Τα μπάσταρδα δε θα το έσπαγαν ποτέ με τα δόντια τους.
Άρχισε να ψάχνει και πάλι το σπίτι, να το οργώνει για να βρει και άλλες τρύπες, ενώ τα αυτιά του φιλτράριζαν τον ήχο, απομονώνοντας το πανδαιμόνια τους τοίχους για να ακούσει το σκούξιμο ή τα βήματα των εισβολέων. Ήταν στο σαλόνι. Ένα σύντομο επιφώνημα θριάμβου εκτοξεύθηκε από το στόμα του. Όρμησε με πρωτοφανή ταχύτητα μέσα στη μικρή αποθήκη όπου φύλαγε τα εργαλεία του, τα επιπλέον μπουκάλια αφρού, τις ποντικοπαγίδες -που έπιασε με το στόμα του μια και τα σπασμένα του δάχτυλα αδυνατούσαν να κρατήσουν οτιδήποτε- και ξεκίνησε.
Έτρεξε προς την πηγή του θορύβου, μία τρύπα ελαφρά μεγαλύτερη από αυτή της κουζίνας, που ολοκλήρωνε ένα διαμπερές τραύμα στο παλιό πιάνο. Τα ζωύφια σκόρπισαν καθώς όρμησε εναντίον τους, ουρλιάζοντας και γελώντας. Έλιωσε ένα κάτω από το πόδι του (είχε πλέον τελειοποιήσει την τεχνική του) και ένα δεύτερο το κλώτσησε μακριά, αφήνοντάς το ζαλισμένο στην άλλη άκρη του δωματίου. Τα υπόλοιπα έσπευσαν να χωθούν μέσα στην τρύπα και δεν έχασε ευκαιρία να κλείσει την τρύπα με τον αφρό.
Άνοιξε το καπάκι στην κορυφή και κοίταξε το εσωτερικό του πιάνου. Τα μπερδεμένα ζωύφια που μέσα στην ηλιθιότητά τους είχαν μασήσει τις χορδές και προσπαθούσαν, συγχυσμένα, να ανοίξουν δρόμο μέσα από το κίτρινο φράγμα, δίχως να σκεφτούν να υποχωρήσουν μέσα στη φωλιά τους στον τοίχο. Κατέβασε το καπάκι και έχωσε το χέρι του για να κλείσει και τη δεύτερη τρύπα, παγιδεύοντάς τα μέσα. Μια ντουζίνα από αυτά θα πέθαινε μέσα σε 3 ημέρες.
Αν συνέχιζε έτσι, λογικά θα τα εξόντωνε όλα σε ένα εκατομμύριο χρόνια, σκέφτηκε.
Έστησε τις παγίδες του, κυνήγησε μερικά από αυτά και αποκοιμήθηκε από εξάντληση, με τον ήχο των νυχιών τους καθώς σκαρφάλωναν στους χώρους κάτω από τη λεπτή επιδερμίδα του σπιτιού. Ένας ιός που είχε πλέον νικήσει κάθε αντίσταση, που είχε καταβάλει κάθε ρανίδα του οργανισμού, αφήνοντας ένα μοναχικό λευκό αιμοσφαίριο να τον υπερασπιστεί.
Τα όνειρά του εκείνη τη νύχτα ήταν αναμενόμενα. Ήταν οι ίδιοι εφιάλτες που είχε δει ξανά και ξανά στο μυαλό του. Δρόμοι άδειοι, δίχως ίχνος από ανθρώπους. Πόρτες ανοιχτές, άχρηστες πλέον, μιας και δεν υπήρχαν ένοικοι στα σπίτια για να τις χρησιμοποιήσουν. Στο μυαλό του έβλεπε ότι έτρεχε μόνος του, ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο, ουρλιάζοντας με όλη του τη δύναμη, αναζητώντας απεγνωσμένα το παραμικρό δείγμα ελπίδας.
Σε απάντηση, μικρά, πεινασμένα μάτια τον κοιτούσαν από τις σχάρες των υπονόμων, από τα καπάκια των σκουπιδιών, από τα παράθυρα των κτηρίων.
Ξύπνησε από τον ήχο του τηλεφώνου. Το άκουγε να χτυπά και ο ήχος του θύμιζε το βόμβο μελισσών που ανακάλυψαν μέλι στο κρανίο του. Σηκώθηκε και πέταξε το τηλέφωνο στον τοίχο, ανοίγοντας μια νέα τρύπα. Δεν έκανε τον κόπο καν να ψάξει για τη συσκευή και απλά έκλεισε το άνοιγμα με αφρό. Όποιος και αν ήταν δε θα συμμεριζόταν την αίσθηση του καθήκοντος που τον διακατείχε τον τελευταίο καιρό. Συν τοις άλλοις, είχε παγιωθεί στο μυαλό του η εντύπωση ότι είχε χάσει την ικανότητά του για ανθρώπινη ομιλία.
Πώς κατέληξε έτσι; Πότε κατέληξε να είναι αιχμάλωτος στο ίδιο του το σπίτι ενάντια σε μια τόσο ανελέητη πολιορκία; Και μια και το ανέφερε, πόσο καιρό ήταν εκεί μέσα; Είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου πλέον. Η μέρα και η νύχτα ήταν αρχικά διαφορετικές χρονικές στιγμές, όμως τώρα πια ήταν απλά ημίχρονο μέχρι η επίθεση να αρχίσει και πάλι.
Σύρθηκε ως την κουζίνα και κοίταξε το σκισμένο ημερολόγιο. Είχε σημειώσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Οι πρώτες μέρες ήταν σημειωμένες με μικρά σύμβολα. Έναν κύκλο, μία νεκροκεφαλή με σταυρωμένα κόκαλα, το πρόσωπο μιας γάτας. Είχε αγοράσει μια γάτα για να κυνηγήσει τα ποντίκια. Τι να απέγινε άραγε;
Τα σύμβολα χάθηκαν και έγιναν κύκλοι που με τη σειρά τους έδωσαν τη θέση τους σε γραμμές, βελάκια και στο τέλος απλά σκισμένο χαρτί, πότε κομμένο από δάχτυλα και πότε από δόντια.
Μικρά δόντια.
Δόντια τρωκτικών.
Για πρώτη φορά μετά αρκετό καιρό διαπίστωσε ότι είχε χάσει απολύτως την αίσθηση του χρόνου. Η επίθεσή τους αποκτούσε στρατηγική, είχε σκοπιμότητα. Κοίταξε το ενσωματωμένο ρολόι της εντοιχισμένης κουζίνας. Χθες βράδυ είχε σβήσει. Πρέπει να είχαν μασήσει τα καλώδια. Έψαξε να βρει το κινητό του, μα θυμήθηκε ότι το είχε δει να εξαφανίζεται μέσα σε μια τρύπα πριν μερικές μέρες. Τώρα το ημερολόγιο.
Δε μπορούσαν να τον σκοτώσουν, επομένως θα τον τρέλαιναν απολύτως, έτσι δεν είναι;
Όμως είχε ακόμη το φως και το σκοτάδι. Μπορούσε να υπολογίζει τις μέρες και τις νύχτες ακόμη. Αυτό δε μπορούσαν να του το στερήσουν. Όμως πόσες μέρες είχαν περάσει , μέχρι εκείνη τη στιγμή;
Πλησίασε στο παράθυρο της κουζίνας και κοίταξε απέναντι, στο μπαλκόνι της γειτόνισσας. Η μπουγάδα κρεμόταν ακόμη εκεί ανέμελα, τα αμάξι ήταν σταθμευμένο χωρίς σκόνη να έχει κατακάτσει πάνω του, τα φυτά του κήπου δεν ήταν μαραμένα ή ατημέλητα. Πόσο λίγο καιρό είχε παραμείνει φυλακισμένος εδώ μέσα; Πόσο πολύ είχε παρατείνει την κάθε στιγμή το μαρτύριό του; Ή μήπως είχε πράγματι παραμείνει εκεί μέσα μήνες ολόκληρους, αποκλεισμένος από τον έξω κόσμο, χάρη στη δική του αποφασιστικότητα και την απάθεια των συνανθρώπων του;
Και αν ήταν στα αλήθεια έτσι, τότε γιατί η εξαφάνισή του δεν κίνησε υποψίες; Γιατί κανείς δεν είχε προσπαθήσει να ερευνήσει τι ήταν αυτό που έκανε όλους τους ενοίκους μίας πολυκατοικίας να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω ζωυφίων, αφήνοντας πίσω μόνο ένα;
Έναν τρελό που θα τον διώχνανε όπως και να έχει πριν την κατεδάφιση;
Τον είχαν ξεχάσει, έτσι δεν είναι; Ή μάλλον όχι, νόμιζαν ότι δεν ήταν καν εκεί. Δεν είχε απαντήσει στα τηλεφωνήματα, δεν είχε φανεί έξω. Δεν υπήρχε μάρτυρας για να αποδείξει το αντίθετο.
Τα ποντίκια τον είχαν εξαφανίσει.
Η συμφωνία των ζωυφίων άρχισε και πάλι. Οι αναπνοές τους, οι κινήσεις τους, τα ουρλιαχτά τους γέμισαν για άλλη μια φορά κάθε πιθαμή του σπιτιού εκτός από το μπάνιο. Ένιωσε το πάτωμα να τρέμει σαν μια γάτα που γουργουρίζει χαρούμενα και του φάνηκε για μια στιγμή ότι άκουσε στα αλήθεια τη γάτα του να νιαουρίζει αδύναμα, καθώς παρασυρόταν από τα ζωύφια που την είχαν ακρωτηριάσει ανηλεώς εν ώρα καθήκοντος.
Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του και προσπάθησε να απομονώσει τους θορύβους, να αναζητήσει τα απρόσεχτα, ηλίθια ποντίκια που θα έπεφταν στα χέρια του, αφήνοντας την ασφάλεια των σωθικών του σπιτιού του. Πήρε για άλλη μια φορά τον αφρό και το ψαλιδάκι, που έχωσε κάτω από τη μασχάλη του, όταν πρόσεξε ότι το σπασμένο του χέρι είχε πλέον μελανιάσει σε κάθε πιθαμή. Τα δάχτυλα είχαν πετρώσει στις περίεργες στάσεις τους. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι οποιοσδήποτε άλλος θα ούρλιαζε ή έστω θα αντιδρούσε με αηδία στο θέαμα του χεριού του, μα αυτός απλά σήκωσε τους ώμους τους και προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα, όπου τα αδέσποτα, απρόσεχτα ζωύφια συγκεντρώνονταν.
Είδε ένα από αυτά να προβάλει κάτω από το κρεβάτι και να χώνεται και πάλι πίσω προφανώς για να ειδοποιήσει τα αδέλφια του. Αυτός απλά έσπρωξε το κρεβάτι στην άκρη για να τα αποκαλύψει?
Και το έπιπλο ταλαντεύθηκε επικίνδυνα ξαφνικά, σαν τα πόδια του να είχαν χάσει τη στήριξή τους, να είχαν παραλύσει ίσως. Προσπάθησε να ισορροπήσει κάπως το βάρος του στο ένα του χέρι, μα γλίστρησε περισσότερο και παρολίγο να τον παρασύρει. Αντανακλαστικά το άφησε και τότε το είδε να πέφτει μέσα σε έναν λάκκο, σαν το ίδιο το ξύλο να είχε αποκτήσει τη σύσταση κινούμενης άμμου, τραβώντας μέσα του το μισό από το έπιπλο, αφήνοντας το υπόλοιπο με τα εναπομείναντα πόδια του σηκωμένα στον αέρα, σα παγιδευμένη γαζέλα. Το επόμενο δευτερόλεπτο, το πάτωμα κατάπιε το έπιπλο, ρουφώντας το πρακτικά μέσα του, εκμηδενίζοντας κάθε ίχνος του. Είδε το κρεβάτι, το μεγάλο διπλό του κρεβάτι να εξαφανίζεται μέσα σε ένα ορθάνοιχτο στόμα, με χείλη άγρια και ανόμοια σαν τα ανοίγματα μιας πληγής, να χάνεται σαν να ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Πλησίασε στο χείλος του και κοίταξε μέσα στο λάκκο, ελπίζοντας να δει (ακόμη και αυτή την τρομερή στιγμή), το κρεβάτι του απλά κρυμμένο πίσω από ένα στρώμα από ποντίκια, αλλά μόλις μερικά χιλιοστά βυθισμένο, να προβάλλει σαν κατάρτι από παλιά γαλέρα. Αντί αυτού όμως, είδε το μεγάλο έπιπλο να πέφτει ασταμάτητα, χτυπώντας με βία πάνω στα άγρια τοιχώματα του λάκκου, σκίζοντας και ραγίζοντας το ξύλο, σπάζοντας τα πόδια του, ξεκοιλιάζοντας το στρώμα του, με τα σεντόνια και τα μαξιλάρια να αφήνουν πίσω τους ένα υφασμάτινο ποτάμι από αίμα. Το είδε να πέφτει, φαινομενικά για πάντα μέσα στο λάκκο που σταδιακά, μπροστά στα μάτια του, αποκάλυπτε το απύθμενο βάθος του, μια σήρραγγα που οδηγούσε στο καθαρό σκοτάδι. Το έπιπλο χάθηκε, δίχως κανένα άλλο θόρυβο, μέσα στο πηγάδι που τα ποντίκια έσκαψαν κάτω από το σπίτι του, πιο βαθιά από όσο θα τολμούσε να διανοηθεί.
Ήταν εκείνη τη στιγμή που ο σωρός που αποτελούσε τη λογική του σκόρπησε οριστικά και αμετάκλητα από το νου του.
Ουρλιάζοντας, βγήκε από το δωμάτιο και πέρασε μέσα από την πόρτα. Κατρακύλησε στις σκάλες και πλάκωσε το άχρηστο χέρι του. Άρχισε να τρέχει στο δρόμο, ουρλιάζοντας σα μανιακός με όλη του τη δύναμη, μέχρι που πλέον αδυνατούσε να αναπνεύσει.
Έτρεχε μέσα σε άδειους δρόμους, δίχως ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Πόρτες ορθάνοιχτες έτριζαν λυπημένα, οι στεναγμοί σπιτιών που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ενοίκους τους. Με τα κουρασμένα, ορθάνοιχτα μάτια του αναζητούσε ένα απειροελάχιστο σημάδι ανθρώπινης παρουσίας, μια μικρή ρανίδα ελπίδας.
Σε απάντηση, μικρά, πεινασμένα μάτια τον κοιτούσαν μέσα από τις σχάρες των υπονόμων, από τα καπάκια των κάδων απορριμμάτων, από τα κλειστά παράθυρα των σπιτιών. Κανένα δε στάθηκε στο δρόμο του. Κανένα δε τον δάγκωσε, κανένα δε δοκίμασε να τον εμποδίσει.
Άφησαν τον άνθρωπο να συνεχίζει την ξέφρενη πορεία του μέσα στους δρόμους. Ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν για να παρατείνουν το μαρτύριό του ζωυφίου. Με το ρυθμό τους, τους πήρε ένα εκατομμύριο χρόνια, αλλά τελικά τους εξαφάνισαν.
Post a Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου