Κλείδωσε την πόρτα καθώς μπήκε μέσα στο μικρό δωμάτιο που αποκαλούσε πια σπίτι του. Στο ισόγειο, το καπηλειό ήταν σιωπηλό. Οι τελευταίοι θαμώνες είχαν φύγει και τώρα άκουγε μόνο τα προσεκτικά βήματα του πανδοχέα και του βοηθού του, καθώς μάζευαν τις καρέκλες και τα ποτήρια.
Η παλιά σκούπα καθάριζε το πάτωμα και ακουγόταν σαν το απαλό, διακεκομμένο γουργούρισμα μιας γάτας. Ο ήχος ηρεμούσε τα νεύρα του. Κάθισε στην καρέκλα του και πήρε ένα παλιό κομμάτι χαρτί. Μέσα στο κλειδωμένο του συρτάρι, πήρε ένα παλιό κοντυλοφόρο, με λαβή από ελεφαντοστό (το πιο πολύτιμο απόκτημά του), και το πέρασε τα δάχτυλά του αργά πάνω από τα λεπτά, περίτεχνα σκαλίσματα.
Τα χέρια του σχημάτιζαν μέσα στο μυαλό του το σχήμα γύρω από το οποίο είχε κάποτε χτίσει τη ζωή του. Ο σκαλιστός ιαγουάρος γουργούριζε μέσα στο μυαλό του στο ρυθμό της παλιάς σκούπας. Τον ένιωθε να βγάζει παιχνιδιάρικα τα νύχια του και να παίζει με τον αργασμένο αντίχειρά του, τα δόντια του να δαγκώνουν με αγάπη τους ρόζους.
Κοίταξε το ζώο που ήταν παγιδευμένο μέσα στο ελεφαντοστό, αιώνια εφορμώντας στους εχθρούς του, τα δόντια του γυμνωμένα και ρίγησε. Θυμήθηκε τον ήχο τυμπάνων από ανθρώπινο δέρμα και το κροτάλισμα κολιέ από ανθρώπινα δόντια πάνω σε κεραμικές πανοπλίες.
Από το δεύτερο συρτάρι του, κάτω από ένα κρυφό πάτο, έβγαλε ένα παλιό, δερματόδετο εγχειρίδιο. Ήταν χτυπημένο και ταλαιπωρημένο, με τις σελίδες κιτρινισμένες. Το άνοιξε και η μυρωδιά παλιού χαρτιού και λέξεων γραμμένων σε μια άλλη ζωή τον πλημμύρισε. Θυμήθηκε πεζοπορίες με γυμνά πόδια κατά μήκος μίας ξερής χερσονήσου, με την πράσινη κόλαση που αποκαλούσε σπίτι μακριά του.
Θυμήθηκε τον ήχο που έκαναν γαλάζια λάβαρα με περίτεχνα σύμβολα, καθώς ανέμιζαν.
Οι λέξεις στο χαρτί ήταν γραμμένες με σχήματα. Κάθε σχήμα ήταν από μόνο του μία έννοια και ένα σύνολο από έννοιες σχημάτιζε ένα κείμενο. Ήταν η ιστορία μίας ζωής, γραμμένη σε μια γλώσσα που δεν υπήρχε η υποχώρηση, ο οίκτος ή η ελπίδα. Ήταν η γλώσσα που είχε δοθεί σε ένα λαό από αιμοβόρους θεούς, η γλώσσα του ήλιου, που βυθιζόταν κάθε νύχτα στο κρύο του παλάτι για να τραφεί με ανθρώπινες ψυχές.
Θυμήθηκε λεπίδες από τροχισμένο όνυχα, μικρά και τρομερά πράγματα που στα χέρια ενός έμπειρου χρήστη, έσκιζαν σάρκα και έκοβαν τένοντες με ένα πέρασμα. Θυμήθηκε πηγμένο αίμα σε λαξεμένο πέτρινο πάτωμα.
Κοίταξε την πιο πρόσφατη καταγραφή. Ήταν τα λόγια ενός κατασκόπου, ενός πολεμιστή που θα κρυβόταν σα φίδι μέσα στα ψηλά χορτάρια που αποτελούσαν την κοινωνία του εχθρού του και θα περίμενε, αναζητώντας αδύναμους στόχους να σκοτώσει. Θα κρατούσε τις αγέλες του εχθρού πανικόβλητες και ανίκανες να συνασπιστούν. Θα τις καθιστούσε ευάλωτες, μέχρι την ημέρα που οι αφέντες του θα έρχονταν για να τους αφανίσουν.
Τα λόγια αυτά φαίνονταν υποκριτικά, στομφώδη, δίχως νόημα πια για αυτόν. Είχε αποκλίνει χρόνια τώρα από τον σκοπό του. Είχε προσαρμοστεί στη ζωή μέσα στα ψηλά χορτάρια και είχε ακόμη συμφιλιωθεί με την αγέλη του εχθρού . Είχε ζήσει, γελάσει και πονέσει μαζί τους. Δε θα μπορούσε να βλάψει κανένα τους πια.
Του απέμεναν μόλις δύο σελίδες. Προσπάθησε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να γράψει, πόσα λόγια θα μπορούσε να χωρέσει που θα έλεγαν την ιστορία του εδώ, στον τόπο του εχθρού. Που θα αναιρούσαν κάθε τι που έγραφε στις προηγούμενες σελίδες, που θα έσβηνε τη δύναμη των σχημάτων που κάποτε αποκαλούσε γλώσσα του.
Κοίταξε ξανά τα σχήματα και πρόφερε ένα από αυτά. Ο ήχος ακούστηκε σαν το χτύπημα μιας πέτρινης κεφαλής τσεκουριού σε κορμό δέντρου. Έκλεισε το στόμα του, νιώθοντας ρίγος. Ο ιαγουάρος γρύλισε μέσα στο μυαλό του.
Θυμήθηκε τον ήχο ενός κεφαλιού, αποκομμένο από το σώμα που το στήριζε, καθώς κατρακυλούσε στα σκαλιά ενός ζιγκουράτ.
Νταπ. Νταπ νταπ.
«Γιατρέ; Είσαι μέσα;»
Ο άντρας μέσα στο δωμάτιο παραλίγο τινάχτηκε από τη θέση του από τρόμο. Για μια στιγμή, σχεδόν απάντησε στον σπιτονοικοκύρη του στη μητρική του γλώσσα.
Νταπ. Νταπ νταπ.
«Είσαι καλά; Δε φαινόσουνα πολύ σόι απόψε.»
«Είμαι…είμαι καλά. Σε ευχαριστώ.» είπε και αναγνώρισε το τρέμουλο στη φωνή του. Διαπίστωσε ότι χάιδευε τον σκαλιστό ιαγουάρο ασυνείδητα.
«Πάντως, άμα θες, έλα κάτω. Είμαι με τον μικρό και ετοιμαζόμαστε να κλείσουμε. Να σε φιλέψω και κάτι.»
«Θα έρθω. Σε ευχαριστώ.»
«Τα λέμε κάτω, γιατρέ.»
Ο σπιτονοικοκύρης έφυγε και ο γιατρός ένιωσε ένα ρίγος να τον διατρέχει. Πώς να ήταν καλά; Πώς θα μπορούσε να είναι καλά; Είδε το πεπρωμένο του στα κότσια που έριξε εκείνο το πρωί. Είδε, στο περιθώριο του καθρέφτη του, το πρόσωπο του φονιά του. Θα πέθαινε απόψε. Αν όχι απόψε, το αργότερο πριν ανατείλει ο ήλιος.
Τον είχαν προετοιμάσει για αυτό. Για το θάνατο, το βίαιο, τρομερό, απρόσωπο θάνατο. Για κάθε είδους βασανιστήριο. Του είχαν πει πως θα πέθαινε για τους θεούς και ότι η ψυχή του θα έπεφτε βαθιά, μέσα στους τόπους τους Ανάποδου Ουρανού και εκεί μαζί με τους νεκρούς αδελφούς του, θα πολεμούσε στο πλευρό του Ήλιου ενάντια στους Τζίτζιμε. Αλλά κανένα τραύμα δε θα τον σταματούσε από τη μάχη και δε θα πέθαινε ποτέ ξανά. Μόνο αν ήταν άξιος και διακεκριμένος πολεμιστής, τότε ο Ήλιος θα τον έστελνε και πάλι στον Πάνω Κόσμο, για να ζήσει και πάλι.
Μόνο που δεν ήταν πια ένας στρατιώτης. Ο θεός Ήλιος δεν ήταν πια για αυτόν ο τηρητής της ζωής. Η ζωή αυτή δεν ήταν απλά μια στάση ανάμεσα σε δύο κόσμους, γεμάτη με βία και πόνο. Ήταν μια ζωή που ήθελε να συνεχίσει να ζει.
Βγήκε από το δωμάτιό του και κατέβηκε τις σκάλες. Το σαρακοφαγωμένο ξύλο έτριζε. Οι σόλες των παπουτσιών του τού θύμιζαν πράγματα που είχε ζήσει κάποιος άλλος, μέσα στο δικό του σώμα, μια ζωή πριν.
Έφτασε στο ισόγειο, στο καπηλειό. Έμοιαζε πολύ μικρότερο, τώρα που ήταν άδειο. Οι πάγκοι του ήταν φθαρμένοι και χαραγμένοι από μαχαίρια, γεμάτοι με στίγματα από κάφτρες τσιγάρων και χυμένων ποτών. Στο βάθος, το πιάνο, ένα γέρικο, σκεβρωμένο πράγμα, έμοιαζε σα να είχε κρεμάσει τους ώμους του, απογοητευμένο και σιωπηλό. Ο σπιτονοικοκύρης καθόταν πίσω από το μπαρ, με τον βοηθό του να τρίβει με επιμονή το ξύλο.
«Καλώς σε, γιατρέ!»
«Το διαλύσατε νωρίς σήμερα, βλέπω.»
«Αύριο είναι μέρα του Κυρίου, γιατρέ! Όλοι μου οι πελάτες θα ζητήσουν κάτι από τον Θεό και δε μπορούν να ‘ναι ντίρλα!»
«Νόμιζα ότι ο Θεός είναι υπεράνω τέτοιων ζητημάτων.»
«Κάνει τα στραβά μάτια μόνο για μένα, για σένα και τις πουτάνες, γιατρέ.»
Ο μικρός γέλασε και σταμάτησε το τρίψιμο. Ο κάπελας του έριξε μια ματιά όλο φαρμάκι.
«Εσύ ακόμη δεν πήρες ελεύθερο, μικρέ. Γι’ αυτό τρίβε.»
«Μην είσαι τόσο σκληρός με το παιδί.»
«Ήταν παιδί πριν δύο βδομάδες. Μου ‘γινε άντρας όταν αποφάσισε να τσιλιμπουρδίσει με την κόρη μου, καλή πουτάνα και αυτή. Τον κρατάω μέχρι να του δώσω άφεση.»
«Και η κόρη σου;»
«Η κόρη μου αφέθηκε αφού έφαγε μερικές καλές με το ζωνάρι. Τι να σου βάλω, γιατρέ;»
«Τι έχεις που δεν είναι νερωμένο;»
«Α, γιατρέ, δε μ’ αρέσουν αυτά. Το ξέρεις ότι δε θα σου σέρβιρα κάτουρο.»
Ο κάπελας έβγαλε μια κανάτα από κάτω από τον πάγκο και γέμισε ένα καθαρό ποτήρι. Το πρόσφερε στον γιατρό, που πήρε μια γουλιά πριν καν το μυρίσει. Η γεύση του ήταν πικρή σα δηλητήριο και μούδιασε τη γλώσσα του. Κατάπιε γρήγορα, ώστε να μην το φτύσει.
«Τι είναι αυτό το πράγμα;»
«Κρασί από ρίζες, γιατρέ. Πώς σου φάνηκε;»
«Σα να με δάγκωσε κροταλίας στη γλώσσα, να πως μου φάνηκε!»
«Πιες κανα δυο ποτήρια ακόμη και να δεις που θα σου αρέσει!»
Ο Γιατρός μύρισε το ποτό. Είχε μια άσχημη, ταγκή μυρωδιά που έμοιαζε να γλιστρά μέσα από τα ρουθούνια του και να φωλιάζει στο μυαλό του. Σταδιακά, η αίσθηση αυτή έγινε ευφορία. Μια ευχάριστη ζαλάδα τον κατέλαβε. Θυμήθηκε γυμνόστηθες γυναίκες με δέρμα στο χρώμα του ηλιοβασιλέματος και καταπράσινα μάτια.
«Πόσο καιρό γνωριζόμαστε, Ρομ;» ρώτησε ο γιατρός, κοιτάζοντας τον κάπελα, χωρίς να τον βλέπει.
«Τέσσερα χρόνια. Θα κλείσουμε τα πέντε σε κανά μήνα. Θα μου πάρεις δώρο επετείου;»
«Όχι, απλά σκεφτόμουνα κάτι όλη μέρα. Σκεφτόμουνα τη ζωή μου. Το πιστεύεις ότι δε θυμάμαι τίποτα πριν από τον καιρό που ήρθα εδώ;»
«Δεν το σηκώνεις το ποτό, ε γιατρέ;»
«Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Θέλω να πω ότι δε μπορώ να θυμηθώ τίποτε άλλο ουσιαστικά. Θυμάμαι μόνο…πρόσωπα, πράγματα. Τίποτα άλλο. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά σαν εικόνες και ήχοι. Δεν έχουν καμία ουσιαστική αξία για μένα πια.»
«Ακούγεσαι σαν τον πατέρα μου, γιατρέ. Και αυτός σκεφτόταν έτσι, αφού γύρισε από τον πόλεμο. Ήταν βετεράνος του πολέμου με τους Βας’ίιρι. Είχε γυρίσει από την Παστή Έρημο, αυτός και μια χούφτα άντρες. Ήμουν μικρός τότε, βία δεκαπέντε χρονών. Θυμάμαι που του μιλούσα συνέχεια και προσπαθούσα να τον κάνω να μου πει τι συνέβη. Μου είχε πει περίπου τα ίδια με σένα.»
Ο γιατρός ήπιε το υπόλοιπο ποτό του μονοκοπανιά. Το ποτήρι γλίστρησε από τα χέρια του και έπεσε πάνω στον πάγκο. Οι σταγόνες κύλισαν πάνω στα νερά του ξύλου και σχημάτισαν κάτι γνώριμο.
«Νόμιζα ότι μου έλεγε ψέματα. Ότι προσπαθούσε με κάποιον τρόπο να με προστατέψει από το να μάθω τι συνέβη εκείνη τη μέρα. Αλλά τώρα πια, έχω την εντύπωση ότι δεν προσπαθούσε πια.»
Ήταν μια λέξη που προέκυπτε από αυτή τη μορφή, μια λέξη που σχημάτισαν τα κότσια εκείνη την ημέρα.
«Νομίζω ότι αυτά που είδε τον… πλήγωσαν κάπως. Μέσα στο μυαλό του. Και ότι από τότε, δεν ήταν ξανά ο ίδιος.»
Θάνατος.
«Θυμάμαι όταν πέθανε, σε αυτή εδώ την πόλη, αφού η Κυβέρνηση μας έκανε να μεταφερθούμε, όλους εμάς που ήμασταν συγγενείς βετεράνων της Παλιάς Φρουράς. Θυμάμαι ότι η μάνα μου ανακουφίστηκε. Σα να ένιωθε ότι αυτός ο άνθρωπος, που δεν ήταν πια ο άντρας της, να είχε επιτέλους βρει έναν τρόπο να ξεφύγει από ό,τι είχε δει.»
«Δε μου είχες πει ποτέ για τον πατέρα σου. Τα συλλυπητήρια μου.»
«Ο πατέρας μου είχε πεθάνει πολύ καιρό πριν έρθουμε εδώ, γιατρέ. Θυμάμαι η μάνα μου να λέει ότι ήταν πια σαν άρρωστο δέντρο. Σάπιζε από μέσα.»
Ο γιατρός κοίταζε το σχήμα στον πάγκο. Σκέφτηκε πως αν έστω και μία σταγόνα είχε πέσει παραπέρα, τότε το σχήμα θα σήμαινε Γαλήνη.
«Οι Βας’ίιρι σκότωσαν την ψυχή του. Θέλω να πιστεύω ότι ο πατέρας μου έσφαξε πολλούς από αυτούς τους μπάσταρδους τη μέρα εκείνης της μάχης. Μιλούσαν για μέρες για την υποχώρησή τους. Εύχομαι να είχαν όλοι τους τρύπες στην πλάτη, να πέθαναν σα δειλοί.»
«Έχεις δει ποτέ ένα Βας’ίιρι;»
«Όχι και δεν πρόκειται να δω κανένα τους ποτέ. Τους σπρώξαμε μακριά από τα σύνορα και σκοτώσαμε όσους ξέμειναν εδώ σα σκυλιά.»
«Και αν κάποιος από αυτούς είχε ξεφύγει; Αν δεν τον είχαν σκοτώσει; Αν διαπίστωνες ότι υπήρχαν Βας’ίιρι παντού, διάσπαρτοι σε όλη την επικράτεια, κρυμμένοι εδώ και μια δεκαετία, τι θα έκανες τότε;»
«Θα έπαιρνα ένα χιλιόμετρο σκοινί και θα έβρισκα ένα ψηλό μέρος για να τους κρεμάσω. Έναν προς ένα.»
«Και αν ένας από αυτούς ήταν φίλος σου;»
«Θα τον κρέμαγα πρώτο.» ο κάπελας τράβηξε ένα μακρύ μαχαίρι με κυρτή λάμα, φτιαγμένη από όνυχα και το κάρφωσε πάνω στο ξύλο. Η αιχμή του μπήκε μερικά εκατοστά μέσα στον πάγκο. « Πρώτα όμως θα του άνοιγα την κοιλιά πέρα για πέρα, για να δω τα σωθικά του να χορεύουν.»
Ο γιατρός κοίταζε τη λάμα σα μαγεμένος. Θυμήθηκε την κίνηση που τον είχαν διδάξει για να κόψει το στομάχι ενός εχθρού: μία κίνηση, πέρα ως πέρα, σαν τη Σελήνη να αναπαύεται.
«Πού το πας, γιατρέ; Ξέρεις κανένα Βας’ίιρι;»
«Ξέρω ότι ένας από αυτούς θα πεθάνει εδώ, απόψε.»
Ο κάπελας ετοιμάστηκε να μιλήσει, όταν άκουσε την πόρτα του καταστήματος να ανοίγει. Ο γιατρός κοίταξε τη μορφή που μπήκε μέσα. Τα βήματά του αντηχούσαν μέσα στον κλειστό χώρο.
«Έχουμε κλείσει, ξένε.»
«Θέλω μόνο να ξαποστάσω μια στιγμή. Έρχομαι από την Κόκκινη Οχιά» είπε ο νεοφερμένος και πλησίασε τον πάγκο. Ο γιατρός είδε μόνο τα μάτια του για μια στιγμή, πριν στρέψει το βλέμμα του αλλού. Ήταν σα κατάμαυρες χάντρες.
Ο κάπελας έκανε νόημα να προσφέρει μια καρέκλα στο νεοφερμένο. «Αγγελιαφόρος;»
«Περίπου. Τι ποτό έχεις;»
Ο γιατρός έριξε μερικές κλεφτές ματιές στο νεοφερμένο. Φορούσε ένα βαρύ καφτάνι και πλατύγυρο καπέλο. Ήταν καλυμμένος από σκόνη, σα να είχε μόλις ξεπηδήσει μέσα από την έρημο. Θυμήθηκε έναν παλιό θρύλο, για έναν μαχητή από πηλό που είχαν στείλει ο Ήλιος για να αφανίσει τους ανθρώπους που είχαν πάρει το πλευρό των Τζίτζιμε, τον καιρό πριν την πρώτη δύση.
Ο κάπελας του έβαλε ένα ποτήρι από κρασί ρίζας, ρίχνοντας ματιές μία στον μικρό και μία στο γιατρό. Έδωσε το ποτήρι στο νεοφερμένο, που το μύρισε προσεκτικά, σα να ήταν σκυλί και μετά το άφησε κάτω. Κοίταξε το μακρύ μαχαίρι που ήταν καρφωμένο στο ξύλο του πάγκου και είπε:
«Ωραίο μαχαίρι. Δικό σου;»
Ο γιατρός απέστρεψε τα μάτια του. Ένιωθε μια έντονη ανησυχία όποτε άκουγε τον άντρα να μιλά. Προσποιήθηκε ότι κοιτούσε γύρω του αδιάφορα, ενώ με την άκρη του ματιού του εξέταζε τον νεοφερμένο.
«Είναι του πατέρα μου. Το πήρε από έναν Ιαγουάρο των Βας’ίιρι, αφού τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια.»
Ο νεοφερμένος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Το δεξί του χέρι κατέβηκε στη ζώνη του και ο γιατρός είδε για πρώτη φορά τότε, το περίγραμμα του προσώπου του. Τα σωθικά του δέθηκαν κόμπος από τον τρόμο.
Ήταν το πρόσωπο που είδε στον καθρέφτη. Ήταν ο άνθρωπος που θα τον σκότωνε.
Τινάχτηκε με τρομερή ταχύτητα, καθώς το ένστικτό του ξέθαψε από μέσα του τα χρόνια σκληρής εκπαίδευσης που νόμιζε ότι είχε λησμονήσει. Έστρεψε τη μέση του και άπλωσε το χέρι του. Οι μυς του ήταν τεντωμένοι, έτοιμοι να ασκήσουν ακριβώς την πίεση που θα χρειαζόταν ώστε να απελευθερώσει τη λάμα από όνυχα από το ξύλο και μετά να εκτελέσει μια και μοναδική κίνηση, που θα έκοβε πέρα ως πέρα το λαιμό του ξένου και θα έκανε το κεφάλι του να κατρακυλήσει πάνω στο ξύλινο δάπεδο.
Εκτέλεσε κάθε κίνηση τέλεια. Την στροφή, την πορεία της λεπίδας. Έμενε μόνο το χτύπημα. Σαν τη Σελήνη να αναπαύεται, θυμήθηκε τα λόγια των εκπαιδευτών του. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε το απαλό κλώτσημα που θα έκανε ο χοντρός λαιμός, ενώ η κόψη περνούσε μέσα από σάρκα, μυς, χόνδρο και θα περνούσε πέρα ως πέρα το οστό. Σκέφτηκε ότι μετά από αυτό θα έπρεπε να σκοτώσει τον κάπελα και το μικρό και να φύγει, να κρυφτεί κάπου αλλού, σε μία άλλη πόλη. Θα έπρεπε να υφάνει μια νέα μεταμφίεση από την αρχή. Αλλά θα ήταν ακόμη ζωντανός.
Άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι ο νεοφερμένος είχε σκύψει, αποφεύγοντας το χτύπημα. Το δεξί του χέρι για μια στιγμή έμοιαζε με καφετιά θολούρα και ύστερα αντίκριζε την κατάμαυρη, απύθμενη τρύπα της κάννης του κατάματα.
«Είσαι Ιαγουάρος των Βας’ίιρι.» είπε ο άντρας.
«Είμαι Ιαγουάρος με τομάρι ερπετού.»
«Κατάσκοπος. Πράκτορας με σκοπό τη διεξαγωγή δολιοφθοράς και αναταραχής.»
Ο κάπελας κοιτούσε με τρόμο τη σκηνή. Τον γιατρό, καλό του φίλο εδώ και πέντε χρόνια και τον περίεργο νεοφερμένο, καθώς μιλούσαν σε μια ακατάληπτη γλώσσα.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε. Δεν του απάντησαν.
«Αποκλείεται να είσαι κυβερνητικός. Δε βλέπω σήμα.»
«Με έστειλε η Παλιά Φρουρά. Ήρθα από την Παστή Έρημο για να σε βρω, αφού περιέλαβα έναν προδότη.»
«Αποκλείεται να ανήκεις στην Παλιά Φρουρά. Η Κυβέρνηση τους σκότωσε όλους και όσους δεν σκότωσε, τους εξόρισε με τιποτένια χωριουδάκια σαν αυτό.»
«Δεν είπα ότι ανήκω σε αυτούς. Παίρνω εκδίκηση για αυτούς από τον τάφο.»
Ο κάπελας πισωπάτησε και έκανε νόημα στο μικρό, που κοιτούσε τρομοκρατημένος το θέαμα. Ο έφηβος γλίστρησε αθόρυβα από την άλλη μεριά του πάγκου και έβγαλε μια παλιά, καλολαδωμένη δίκαννη καραμπίνα από την κρυψώνα της. Την ακούμπησε στο ανοιχτό χέρι του κάπελα.
«Αν ήθελες να με σκοτώσεις, το κατάφερες. Με έκανες να χάσω την κάλυψή μου. Ζούσα μισή δεκαετία εδώ, χωρίς να έχω βλάψει κανένα και χωρίς κανείς να με υποψιαστεί. Ήμουν ένας από εσάς. Τώρα είμαι απλά ένας Ιαγουάρος.»
«Λυπάμαι για αυτό. Αλλά πρέπει να πληρώσεις.»
«Κάνε μου τη χάρη και τελείωνε. Δεν έχω χρόνο για μελοδραματισμούς.»
«Πέσε κάτω, γιατρέ!» φώναξε ο κάπελας, καθώς τράβηξε τους κόκορες της καραμπίνας και έριξε. Ο ξένος χτυπήθηκε κατάστηθα και έπεσε προς τα πίσω. Ο γιατρός σήκωσε το μαχαίρι του, ορμώντας προς τον ξένο, ώστε να τον αποτελειώσει.
Ο κάπελας πρόλαβε να δει το γιατρό να ορμά, με τη λεπίδα να σφυρίζει καθώς έσκιζε τον αέρα προς τον χτυπημένο άντρα. Είδε τη λάμα να κατεβαίνει και να σκίζει το πανωφόρι του, να σκίζει τη σάρκα του. Ήταν απίθανα κοφτερή και ένιωσε αναγούλα, βλέποντας το αίμα να κυλά γύρω από τις αιχμές. Για μια στιγμή, ήταν σίγουρος ότι ο γιατρός θα έκοβε το χέρι του ξένου.
Τινάχτηκε πίσω, όταν άκουσε τον κρότο του πυροβολισμού. Ο γιατρός τινάχτηκε στον αέρα για μια στιγμή και κατρακύλησε πίσω, κρατώντας το στομάχι του, διπλωμένος στα δύο. Είδε τον ξένο να σηκώνεται, με ένα μεγάλο, κατάλευκο λεκέ στο καφτάνι του, εκεί που τον είχε πυροβολήσει, με τις κάννες των περιστρόφων του καπνισμένες.
Δεν τον είδα να τραβάει το άλλο περίστροφο. Αποκλείεται να μην τον είδα. Πώς στο διάολο το έκανε; Πώς πρόλαβε να ρίξει, όταν του έκοβε το χέρι;
Ο ξένος έριξε μια ματιά στον κάπελα και μετά πλησίασε τον γιατρό, που αιμορραγούσε με μια τρύπα στο στομάχι του. Τον γύρισε ανάσκελα με τη μπότα του, σα να ήταν ψόφια χελώνα. Ο γιατρός άρχισε να ψελλίζει κάτι πάλι στα ακαταλαβίστικα:
«Στο δωμάτιο μου…στον πάνω όροφο. Έχω έναν πολυγράφο και ένα σημειωματάριο. Σε παρακαλώ… πάρ’ τα από εκεί. Μην τους αφήσεις να μάθουν ποιος ήμουν πραγματικά… δε θέλω να… πεθάνω και να νομίζουν ότι τους είχα προδώσει…»
Ο ξένος άκουσε τον γιατρό προσεκτικά και ύστερα τον πυροβόλησε και πάλι με τα περίστροφά του. Μία σφαίρα στο στήθος και μία ανάμεσα στα μάτια. Ο γιατρός σταμάτησε να σφαδάζει. Ο κάπελας έτρεμε ολόκληρος.
«Σου… σου έριξα εξ’ επαφής… πώς στέκεσαι όρθιος;» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει.
Ο ξένος κοίταξε το λεκέ στο στήθος του και χαμογέλασε. Τα μάτια του παρέμειναν ανέκφραστα.
«Την επόμενη φορά που θελήσεις να ξαπλώσεις κάποιον κάτω μια και καλή, χρησιμοποίησε φυσίγγια.» πλησίασε τον πάγκο και του άφησε ένα χτυπημένο, μαυρισμένο δολάριο. «Το χοντρό αλάτι είναι για κοριτσάκια.»
Ο ξένος γύρισε την πλάτη του στον κάπελα και έφυγε. Στο δωμάτιο του πάνω ορόφου, ο ξερός αέρας της ερήμου έκανε τις σελίδες του ημερολογίου ενός νεκρού άντρα να θροΐσουν, απαγγέλλοντας σιωπηλά τα εγκλήματά του. Νόμιζε ότι είχε αφεθεί στην τελευταία σελίδα, αλλά ενστερνίστηκε με χαρά τις αμαρτίες του πάλι στην πρώτη. Ο άντρας που πέθανε εκείνη τη μέρα ήταν Ιαγουάρος των Βας’ίιρι, με το τομάρι του ερπετού που κάποτε φορούσε νεκρό και άχρηστο στο ξύλινο δάπεδο του ισογείου. Ο γιατρός, που είχε πετάξει από πάνω του το βάρος των νεκρών παιδιών, των αβοήθητων γυναικών και των πτωμάτων που σάπιζαν μέσα σε πηγάδια, χάθηκε, έτσι απλά.
Η παλιά σκούπα καθάριζε το πάτωμα και ακουγόταν σαν το απαλό, διακεκομμένο γουργούρισμα μιας γάτας. Ο ήχος ηρεμούσε τα νεύρα του. Κάθισε στην καρέκλα του και πήρε ένα παλιό κομμάτι χαρτί. Μέσα στο κλειδωμένο του συρτάρι, πήρε ένα παλιό κοντυλοφόρο, με λαβή από ελεφαντοστό (το πιο πολύτιμο απόκτημά του), και το πέρασε τα δάχτυλά του αργά πάνω από τα λεπτά, περίτεχνα σκαλίσματα.
Τα χέρια του σχημάτιζαν μέσα στο μυαλό του το σχήμα γύρω από το οποίο είχε κάποτε χτίσει τη ζωή του. Ο σκαλιστός ιαγουάρος γουργούριζε μέσα στο μυαλό του στο ρυθμό της παλιάς σκούπας. Τον ένιωθε να βγάζει παιχνιδιάρικα τα νύχια του και να παίζει με τον αργασμένο αντίχειρά του, τα δόντια του να δαγκώνουν με αγάπη τους ρόζους.
Κοίταξε το ζώο που ήταν παγιδευμένο μέσα στο ελεφαντοστό, αιώνια εφορμώντας στους εχθρούς του, τα δόντια του γυμνωμένα και ρίγησε. Θυμήθηκε τον ήχο τυμπάνων από ανθρώπινο δέρμα και το κροτάλισμα κολιέ από ανθρώπινα δόντια πάνω σε κεραμικές πανοπλίες.
Από το δεύτερο συρτάρι του, κάτω από ένα κρυφό πάτο, έβγαλε ένα παλιό, δερματόδετο εγχειρίδιο. Ήταν χτυπημένο και ταλαιπωρημένο, με τις σελίδες κιτρινισμένες. Το άνοιξε και η μυρωδιά παλιού χαρτιού και λέξεων γραμμένων σε μια άλλη ζωή τον πλημμύρισε. Θυμήθηκε πεζοπορίες με γυμνά πόδια κατά μήκος μίας ξερής χερσονήσου, με την πράσινη κόλαση που αποκαλούσε σπίτι μακριά του.
Θυμήθηκε τον ήχο που έκαναν γαλάζια λάβαρα με περίτεχνα σύμβολα, καθώς ανέμιζαν.
Οι λέξεις στο χαρτί ήταν γραμμένες με σχήματα. Κάθε σχήμα ήταν από μόνο του μία έννοια και ένα σύνολο από έννοιες σχημάτιζε ένα κείμενο. Ήταν η ιστορία μίας ζωής, γραμμένη σε μια γλώσσα που δεν υπήρχε η υποχώρηση, ο οίκτος ή η ελπίδα. Ήταν η γλώσσα που είχε δοθεί σε ένα λαό από αιμοβόρους θεούς, η γλώσσα του ήλιου, που βυθιζόταν κάθε νύχτα στο κρύο του παλάτι για να τραφεί με ανθρώπινες ψυχές.
Θυμήθηκε λεπίδες από τροχισμένο όνυχα, μικρά και τρομερά πράγματα που στα χέρια ενός έμπειρου χρήστη, έσκιζαν σάρκα και έκοβαν τένοντες με ένα πέρασμα. Θυμήθηκε πηγμένο αίμα σε λαξεμένο πέτρινο πάτωμα.
Κοίταξε την πιο πρόσφατη καταγραφή. Ήταν τα λόγια ενός κατασκόπου, ενός πολεμιστή που θα κρυβόταν σα φίδι μέσα στα ψηλά χορτάρια που αποτελούσαν την κοινωνία του εχθρού του και θα περίμενε, αναζητώντας αδύναμους στόχους να σκοτώσει. Θα κρατούσε τις αγέλες του εχθρού πανικόβλητες και ανίκανες να συνασπιστούν. Θα τις καθιστούσε ευάλωτες, μέχρι την ημέρα που οι αφέντες του θα έρχονταν για να τους αφανίσουν.
Τα λόγια αυτά φαίνονταν υποκριτικά, στομφώδη, δίχως νόημα πια για αυτόν. Είχε αποκλίνει χρόνια τώρα από τον σκοπό του. Είχε προσαρμοστεί στη ζωή μέσα στα ψηλά χορτάρια και είχε ακόμη συμφιλιωθεί με την αγέλη του εχθρού . Είχε ζήσει, γελάσει και πονέσει μαζί τους. Δε θα μπορούσε να βλάψει κανένα τους πια.
Του απέμεναν μόλις δύο σελίδες. Προσπάθησε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να γράψει, πόσα λόγια θα μπορούσε να χωρέσει που θα έλεγαν την ιστορία του εδώ, στον τόπο του εχθρού. Που θα αναιρούσαν κάθε τι που έγραφε στις προηγούμενες σελίδες, που θα έσβηνε τη δύναμη των σχημάτων που κάποτε αποκαλούσε γλώσσα του.
Κοίταξε ξανά τα σχήματα και πρόφερε ένα από αυτά. Ο ήχος ακούστηκε σαν το χτύπημα μιας πέτρινης κεφαλής τσεκουριού σε κορμό δέντρου. Έκλεισε το στόμα του, νιώθοντας ρίγος. Ο ιαγουάρος γρύλισε μέσα στο μυαλό του.
Θυμήθηκε τον ήχο ενός κεφαλιού, αποκομμένο από το σώμα που το στήριζε, καθώς κατρακυλούσε στα σκαλιά ενός ζιγκουράτ.
Νταπ. Νταπ νταπ.
«Γιατρέ; Είσαι μέσα;»
Ο άντρας μέσα στο δωμάτιο παραλίγο τινάχτηκε από τη θέση του από τρόμο. Για μια στιγμή, σχεδόν απάντησε στον σπιτονοικοκύρη του στη μητρική του γλώσσα.
Νταπ. Νταπ νταπ.
«Είσαι καλά; Δε φαινόσουνα πολύ σόι απόψε.»
«Είμαι…είμαι καλά. Σε ευχαριστώ.» είπε και αναγνώρισε το τρέμουλο στη φωνή του. Διαπίστωσε ότι χάιδευε τον σκαλιστό ιαγουάρο ασυνείδητα.
«Πάντως, άμα θες, έλα κάτω. Είμαι με τον μικρό και ετοιμαζόμαστε να κλείσουμε. Να σε φιλέψω και κάτι.»
«Θα έρθω. Σε ευχαριστώ.»
«Τα λέμε κάτω, γιατρέ.»
Ο σπιτονοικοκύρης έφυγε και ο γιατρός ένιωσε ένα ρίγος να τον διατρέχει. Πώς να ήταν καλά; Πώς θα μπορούσε να είναι καλά; Είδε το πεπρωμένο του στα κότσια που έριξε εκείνο το πρωί. Είδε, στο περιθώριο του καθρέφτη του, το πρόσωπο του φονιά του. Θα πέθαινε απόψε. Αν όχι απόψε, το αργότερο πριν ανατείλει ο ήλιος.
Τον είχαν προετοιμάσει για αυτό. Για το θάνατο, το βίαιο, τρομερό, απρόσωπο θάνατο. Για κάθε είδους βασανιστήριο. Του είχαν πει πως θα πέθαινε για τους θεούς και ότι η ψυχή του θα έπεφτε βαθιά, μέσα στους τόπους τους Ανάποδου Ουρανού και εκεί μαζί με τους νεκρούς αδελφούς του, θα πολεμούσε στο πλευρό του Ήλιου ενάντια στους Τζίτζιμε. Αλλά κανένα τραύμα δε θα τον σταματούσε από τη μάχη και δε θα πέθαινε ποτέ ξανά. Μόνο αν ήταν άξιος και διακεκριμένος πολεμιστής, τότε ο Ήλιος θα τον έστελνε και πάλι στον Πάνω Κόσμο, για να ζήσει και πάλι.
Μόνο που δεν ήταν πια ένας στρατιώτης. Ο θεός Ήλιος δεν ήταν πια για αυτόν ο τηρητής της ζωής. Η ζωή αυτή δεν ήταν απλά μια στάση ανάμεσα σε δύο κόσμους, γεμάτη με βία και πόνο. Ήταν μια ζωή που ήθελε να συνεχίσει να ζει.
Βγήκε από το δωμάτιό του και κατέβηκε τις σκάλες. Το σαρακοφαγωμένο ξύλο έτριζε. Οι σόλες των παπουτσιών του τού θύμιζαν πράγματα που είχε ζήσει κάποιος άλλος, μέσα στο δικό του σώμα, μια ζωή πριν.
Έφτασε στο ισόγειο, στο καπηλειό. Έμοιαζε πολύ μικρότερο, τώρα που ήταν άδειο. Οι πάγκοι του ήταν φθαρμένοι και χαραγμένοι από μαχαίρια, γεμάτοι με στίγματα από κάφτρες τσιγάρων και χυμένων ποτών. Στο βάθος, το πιάνο, ένα γέρικο, σκεβρωμένο πράγμα, έμοιαζε σα να είχε κρεμάσει τους ώμους του, απογοητευμένο και σιωπηλό. Ο σπιτονοικοκύρης καθόταν πίσω από το μπαρ, με τον βοηθό του να τρίβει με επιμονή το ξύλο.
«Καλώς σε, γιατρέ!»
«Το διαλύσατε νωρίς σήμερα, βλέπω.»
«Αύριο είναι μέρα του Κυρίου, γιατρέ! Όλοι μου οι πελάτες θα ζητήσουν κάτι από τον Θεό και δε μπορούν να ‘ναι ντίρλα!»
«Νόμιζα ότι ο Θεός είναι υπεράνω τέτοιων ζητημάτων.»
«Κάνει τα στραβά μάτια μόνο για μένα, για σένα και τις πουτάνες, γιατρέ.»
Ο μικρός γέλασε και σταμάτησε το τρίψιμο. Ο κάπελας του έριξε μια ματιά όλο φαρμάκι.
«Εσύ ακόμη δεν πήρες ελεύθερο, μικρέ. Γι’ αυτό τρίβε.»
«Μην είσαι τόσο σκληρός με το παιδί.»
«Ήταν παιδί πριν δύο βδομάδες. Μου ‘γινε άντρας όταν αποφάσισε να τσιλιμπουρδίσει με την κόρη μου, καλή πουτάνα και αυτή. Τον κρατάω μέχρι να του δώσω άφεση.»
«Και η κόρη σου;»
«Η κόρη μου αφέθηκε αφού έφαγε μερικές καλές με το ζωνάρι. Τι να σου βάλω, γιατρέ;»
«Τι έχεις που δεν είναι νερωμένο;»
«Α, γιατρέ, δε μ’ αρέσουν αυτά. Το ξέρεις ότι δε θα σου σέρβιρα κάτουρο.»
Ο κάπελας έβγαλε μια κανάτα από κάτω από τον πάγκο και γέμισε ένα καθαρό ποτήρι. Το πρόσφερε στον γιατρό, που πήρε μια γουλιά πριν καν το μυρίσει. Η γεύση του ήταν πικρή σα δηλητήριο και μούδιασε τη γλώσσα του. Κατάπιε γρήγορα, ώστε να μην το φτύσει.
«Τι είναι αυτό το πράγμα;»
«Κρασί από ρίζες, γιατρέ. Πώς σου φάνηκε;»
«Σα να με δάγκωσε κροταλίας στη γλώσσα, να πως μου φάνηκε!»
«Πιες κανα δυο ποτήρια ακόμη και να δεις που θα σου αρέσει!»
Ο Γιατρός μύρισε το ποτό. Είχε μια άσχημη, ταγκή μυρωδιά που έμοιαζε να γλιστρά μέσα από τα ρουθούνια του και να φωλιάζει στο μυαλό του. Σταδιακά, η αίσθηση αυτή έγινε ευφορία. Μια ευχάριστη ζαλάδα τον κατέλαβε. Θυμήθηκε γυμνόστηθες γυναίκες με δέρμα στο χρώμα του ηλιοβασιλέματος και καταπράσινα μάτια.
«Πόσο καιρό γνωριζόμαστε, Ρομ;» ρώτησε ο γιατρός, κοιτάζοντας τον κάπελα, χωρίς να τον βλέπει.
«Τέσσερα χρόνια. Θα κλείσουμε τα πέντε σε κανά μήνα. Θα μου πάρεις δώρο επετείου;»
«Όχι, απλά σκεφτόμουνα κάτι όλη μέρα. Σκεφτόμουνα τη ζωή μου. Το πιστεύεις ότι δε θυμάμαι τίποτα πριν από τον καιρό που ήρθα εδώ;»
«Δεν το σηκώνεις το ποτό, ε γιατρέ;»
«Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Θέλω να πω ότι δε μπορώ να θυμηθώ τίποτε άλλο ουσιαστικά. Θυμάμαι μόνο…πρόσωπα, πράγματα. Τίποτα άλλο. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά σαν εικόνες και ήχοι. Δεν έχουν καμία ουσιαστική αξία για μένα πια.»
«Ακούγεσαι σαν τον πατέρα μου, γιατρέ. Και αυτός σκεφτόταν έτσι, αφού γύρισε από τον πόλεμο. Ήταν βετεράνος του πολέμου με τους Βας’ίιρι. Είχε γυρίσει από την Παστή Έρημο, αυτός και μια χούφτα άντρες. Ήμουν μικρός τότε, βία δεκαπέντε χρονών. Θυμάμαι που του μιλούσα συνέχεια και προσπαθούσα να τον κάνω να μου πει τι συνέβη. Μου είχε πει περίπου τα ίδια με σένα.»
Ο γιατρός ήπιε το υπόλοιπο ποτό του μονοκοπανιά. Το ποτήρι γλίστρησε από τα χέρια του και έπεσε πάνω στον πάγκο. Οι σταγόνες κύλισαν πάνω στα νερά του ξύλου και σχημάτισαν κάτι γνώριμο.
«Νόμιζα ότι μου έλεγε ψέματα. Ότι προσπαθούσε με κάποιον τρόπο να με προστατέψει από το να μάθω τι συνέβη εκείνη τη μέρα. Αλλά τώρα πια, έχω την εντύπωση ότι δεν προσπαθούσε πια.»
Ήταν μια λέξη που προέκυπτε από αυτή τη μορφή, μια λέξη που σχημάτισαν τα κότσια εκείνη την ημέρα.
«Νομίζω ότι αυτά που είδε τον… πλήγωσαν κάπως. Μέσα στο μυαλό του. Και ότι από τότε, δεν ήταν ξανά ο ίδιος.»
Θάνατος.
«Θυμάμαι όταν πέθανε, σε αυτή εδώ την πόλη, αφού η Κυβέρνηση μας έκανε να μεταφερθούμε, όλους εμάς που ήμασταν συγγενείς βετεράνων της Παλιάς Φρουράς. Θυμάμαι ότι η μάνα μου ανακουφίστηκε. Σα να ένιωθε ότι αυτός ο άνθρωπος, που δεν ήταν πια ο άντρας της, να είχε επιτέλους βρει έναν τρόπο να ξεφύγει από ό,τι είχε δει.»
«Δε μου είχες πει ποτέ για τον πατέρα σου. Τα συλλυπητήρια μου.»
«Ο πατέρας μου είχε πεθάνει πολύ καιρό πριν έρθουμε εδώ, γιατρέ. Θυμάμαι η μάνα μου να λέει ότι ήταν πια σαν άρρωστο δέντρο. Σάπιζε από μέσα.»
Ο γιατρός κοίταζε το σχήμα στον πάγκο. Σκέφτηκε πως αν έστω και μία σταγόνα είχε πέσει παραπέρα, τότε το σχήμα θα σήμαινε Γαλήνη.
«Οι Βας’ίιρι σκότωσαν την ψυχή του. Θέλω να πιστεύω ότι ο πατέρας μου έσφαξε πολλούς από αυτούς τους μπάσταρδους τη μέρα εκείνης της μάχης. Μιλούσαν για μέρες για την υποχώρησή τους. Εύχομαι να είχαν όλοι τους τρύπες στην πλάτη, να πέθαναν σα δειλοί.»
«Έχεις δει ποτέ ένα Βας’ίιρι;»
«Όχι και δεν πρόκειται να δω κανένα τους ποτέ. Τους σπρώξαμε μακριά από τα σύνορα και σκοτώσαμε όσους ξέμειναν εδώ σα σκυλιά.»
«Και αν κάποιος από αυτούς είχε ξεφύγει; Αν δεν τον είχαν σκοτώσει; Αν διαπίστωνες ότι υπήρχαν Βας’ίιρι παντού, διάσπαρτοι σε όλη την επικράτεια, κρυμμένοι εδώ και μια δεκαετία, τι θα έκανες τότε;»
«Θα έπαιρνα ένα χιλιόμετρο σκοινί και θα έβρισκα ένα ψηλό μέρος για να τους κρεμάσω. Έναν προς ένα.»
«Και αν ένας από αυτούς ήταν φίλος σου;»
«Θα τον κρέμαγα πρώτο.» ο κάπελας τράβηξε ένα μακρύ μαχαίρι με κυρτή λάμα, φτιαγμένη από όνυχα και το κάρφωσε πάνω στο ξύλο. Η αιχμή του μπήκε μερικά εκατοστά μέσα στον πάγκο. « Πρώτα όμως θα του άνοιγα την κοιλιά πέρα για πέρα, για να δω τα σωθικά του να χορεύουν.»
Ο γιατρός κοίταζε τη λάμα σα μαγεμένος. Θυμήθηκε την κίνηση που τον είχαν διδάξει για να κόψει το στομάχι ενός εχθρού: μία κίνηση, πέρα ως πέρα, σαν τη Σελήνη να αναπαύεται.
«Πού το πας, γιατρέ; Ξέρεις κανένα Βας’ίιρι;»
«Ξέρω ότι ένας από αυτούς θα πεθάνει εδώ, απόψε.»
Ο κάπελας ετοιμάστηκε να μιλήσει, όταν άκουσε την πόρτα του καταστήματος να ανοίγει. Ο γιατρός κοίταξε τη μορφή που μπήκε μέσα. Τα βήματά του αντηχούσαν μέσα στον κλειστό χώρο.
«Έχουμε κλείσει, ξένε.»
«Θέλω μόνο να ξαποστάσω μια στιγμή. Έρχομαι από την Κόκκινη Οχιά» είπε ο νεοφερμένος και πλησίασε τον πάγκο. Ο γιατρός είδε μόνο τα μάτια του για μια στιγμή, πριν στρέψει το βλέμμα του αλλού. Ήταν σα κατάμαυρες χάντρες.
Ο κάπελας έκανε νόημα να προσφέρει μια καρέκλα στο νεοφερμένο. «Αγγελιαφόρος;»
«Περίπου. Τι ποτό έχεις;»
Ο γιατρός έριξε μερικές κλεφτές ματιές στο νεοφερμένο. Φορούσε ένα βαρύ καφτάνι και πλατύγυρο καπέλο. Ήταν καλυμμένος από σκόνη, σα να είχε μόλις ξεπηδήσει μέσα από την έρημο. Θυμήθηκε έναν παλιό θρύλο, για έναν μαχητή από πηλό που είχαν στείλει ο Ήλιος για να αφανίσει τους ανθρώπους που είχαν πάρει το πλευρό των Τζίτζιμε, τον καιρό πριν την πρώτη δύση.
Ο κάπελας του έβαλε ένα ποτήρι από κρασί ρίζας, ρίχνοντας ματιές μία στον μικρό και μία στο γιατρό. Έδωσε το ποτήρι στο νεοφερμένο, που το μύρισε προσεκτικά, σα να ήταν σκυλί και μετά το άφησε κάτω. Κοίταξε το μακρύ μαχαίρι που ήταν καρφωμένο στο ξύλο του πάγκου και είπε:
«Ωραίο μαχαίρι. Δικό σου;»
Ο γιατρός απέστρεψε τα μάτια του. Ένιωθε μια έντονη ανησυχία όποτε άκουγε τον άντρα να μιλά. Προσποιήθηκε ότι κοιτούσε γύρω του αδιάφορα, ενώ με την άκρη του ματιού του εξέταζε τον νεοφερμένο.
«Είναι του πατέρα μου. Το πήρε από έναν Ιαγουάρο των Βας’ίιρι, αφού τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια.»
Ο νεοφερμένος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Το δεξί του χέρι κατέβηκε στη ζώνη του και ο γιατρός είδε για πρώτη φορά τότε, το περίγραμμα του προσώπου του. Τα σωθικά του δέθηκαν κόμπος από τον τρόμο.
Ήταν το πρόσωπο που είδε στον καθρέφτη. Ήταν ο άνθρωπος που θα τον σκότωνε.
Τινάχτηκε με τρομερή ταχύτητα, καθώς το ένστικτό του ξέθαψε από μέσα του τα χρόνια σκληρής εκπαίδευσης που νόμιζε ότι είχε λησμονήσει. Έστρεψε τη μέση του και άπλωσε το χέρι του. Οι μυς του ήταν τεντωμένοι, έτοιμοι να ασκήσουν ακριβώς την πίεση που θα χρειαζόταν ώστε να απελευθερώσει τη λάμα από όνυχα από το ξύλο και μετά να εκτελέσει μια και μοναδική κίνηση, που θα έκοβε πέρα ως πέρα το λαιμό του ξένου και θα έκανε το κεφάλι του να κατρακυλήσει πάνω στο ξύλινο δάπεδο.
Εκτέλεσε κάθε κίνηση τέλεια. Την στροφή, την πορεία της λεπίδας. Έμενε μόνο το χτύπημα. Σαν τη Σελήνη να αναπαύεται, θυμήθηκε τα λόγια των εκπαιδευτών του. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε το απαλό κλώτσημα που θα έκανε ο χοντρός λαιμός, ενώ η κόψη περνούσε μέσα από σάρκα, μυς, χόνδρο και θα περνούσε πέρα ως πέρα το οστό. Σκέφτηκε ότι μετά από αυτό θα έπρεπε να σκοτώσει τον κάπελα και το μικρό και να φύγει, να κρυφτεί κάπου αλλού, σε μία άλλη πόλη. Θα έπρεπε να υφάνει μια νέα μεταμφίεση από την αρχή. Αλλά θα ήταν ακόμη ζωντανός.
Άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι ο νεοφερμένος είχε σκύψει, αποφεύγοντας το χτύπημα. Το δεξί του χέρι για μια στιγμή έμοιαζε με καφετιά θολούρα και ύστερα αντίκριζε την κατάμαυρη, απύθμενη τρύπα της κάννης του κατάματα.
«Είσαι Ιαγουάρος των Βας’ίιρι.» είπε ο άντρας.
«Είμαι Ιαγουάρος με τομάρι ερπετού.»
«Κατάσκοπος. Πράκτορας με σκοπό τη διεξαγωγή δολιοφθοράς και αναταραχής.»
Ο κάπελας κοιτούσε με τρόμο τη σκηνή. Τον γιατρό, καλό του φίλο εδώ και πέντε χρόνια και τον περίεργο νεοφερμένο, καθώς μιλούσαν σε μια ακατάληπτη γλώσσα.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε. Δεν του απάντησαν.
«Αποκλείεται να είσαι κυβερνητικός. Δε βλέπω σήμα.»
«Με έστειλε η Παλιά Φρουρά. Ήρθα από την Παστή Έρημο για να σε βρω, αφού περιέλαβα έναν προδότη.»
«Αποκλείεται να ανήκεις στην Παλιά Φρουρά. Η Κυβέρνηση τους σκότωσε όλους και όσους δεν σκότωσε, τους εξόρισε με τιποτένια χωριουδάκια σαν αυτό.»
«Δεν είπα ότι ανήκω σε αυτούς. Παίρνω εκδίκηση για αυτούς από τον τάφο.»
Ο κάπελας πισωπάτησε και έκανε νόημα στο μικρό, που κοιτούσε τρομοκρατημένος το θέαμα. Ο έφηβος γλίστρησε αθόρυβα από την άλλη μεριά του πάγκου και έβγαλε μια παλιά, καλολαδωμένη δίκαννη καραμπίνα από την κρυψώνα της. Την ακούμπησε στο ανοιχτό χέρι του κάπελα.
«Αν ήθελες να με σκοτώσεις, το κατάφερες. Με έκανες να χάσω την κάλυψή μου. Ζούσα μισή δεκαετία εδώ, χωρίς να έχω βλάψει κανένα και χωρίς κανείς να με υποψιαστεί. Ήμουν ένας από εσάς. Τώρα είμαι απλά ένας Ιαγουάρος.»
«Λυπάμαι για αυτό. Αλλά πρέπει να πληρώσεις.»
«Κάνε μου τη χάρη και τελείωνε. Δεν έχω χρόνο για μελοδραματισμούς.»
«Πέσε κάτω, γιατρέ!» φώναξε ο κάπελας, καθώς τράβηξε τους κόκορες της καραμπίνας και έριξε. Ο ξένος χτυπήθηκε κατάστηθα και έπεσε προς τα πίσω. Ο γιατρός σήκωσε το μαχαίρι του, ορμώντας προς τον ξένο, ώστε να τον αποτελειώσει.
Ο κάπελας πρόλαβε να δει το γιατρό να ορμά, με τη λεπίδα να σφυρίζει καθώς έσκιζε τον αέρα προς τον χτυπημένο άντρα. Είδε τη λάμα να κατεβαίνει και να σκίζει το πανωφόρι του, να σκίζει τη σάρκα του. Ήταν απίθανα κοφτερή και ένιωσε αναγούλα, βλέποντας το αίμα να κυλά γύρω από τις αιχμές. Για μια στιγμή, ήταν σίγουρος ότι ο γιατρός θα έκοβε το χέρι του ξένου.
Τινάχτηκε πίσω, όταν άκουσε τον κρότο του πυροβολισμού. Ο γιατρός τινάχτηκε στον αέρα για μια στιγμή και κατρακύλησε πίσω, κρατώντας το στομάχι του, διπλωμένος στα δύο. Είδε τον ξένο να σηκώνεται, με ένα μεγάλο, κατάλευκο λεκέ στο καφτάνι του, εκεί που τον είχε πυροβολήσει, με τις κάννες των περιστρόφων του καπνισμένες.
Δεν τον είδα να τραβάει το άλλο περίστροφο. Αποκλείεται να μην τον είδα. Πώς στο διάολο το έκανε; Πώς πρόλαβε να ρίξει, όταν του έκοβε το χέρι;
Ο ξένος έριξε μια ματιά στον κάπελα και μετά πλησίασε τον γιατρό, που αιμορραγούσε με μια τρύπα στο στομάχι του. Τον γύρισε ανάσκελα με τη μπότα του, σα να ήταν ψόφια χελώνα. Ο γιατρός άρχισε να ψελλίζει κάτι πάλι στα ακαταλαβίστικα:
«Στο δωμάτιο μου…στον πάνω όροφο. Έχω έναν πολυγράφο και ένα σημειωματάριο. Σε παρακαλώ… πάρ’ τα από εκεί. Μην τους αφήσεις να μάθουν ποιος ήμουν πραγματικά… δε θέλω να… πεθάνω και να νομίζουν ότι τους είχα προδώσει…»
Ο ξένος άκουσε τον γιατρό προσεκτικά και ύστερα τον πυροβόλησε και πάλι με τα περίστροφά του. Μία σφαίρα στο στήθος και μία ανάμεσα στα μάτια. Ο γιατρός σταμάτησε να σφαδάζει. Ο κάπελας έτρεμε ολόκληρος.
«Σου… σου έριξα εξ’ επαφής… πώς στέκεσαι όρθιος;» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει.
Ο ξένος κοίταξε το λεκέ στο στήθος του και χαμογέλασε. Τα μάτια του παρέμειναν ανέκφραστα.
«Την επόμενη φορά που θελήσεις να ξαπλώσεις κάποιον κάτω μια και καλή, χρησιμοποίησε φυσίγγια.» πλησίασε τον πάγκο και του άφησε ένα χτυπημένο, μαυρισμένο δολάριο. «Το χοντρό αλάτι είναι για κοριτσάκια.»
Ο ξένος γύρισε την πλάτη του στον κάπελα και έφυγε. Στο δωμάτιο του πάνω ορόφου, ο ξερός αέρας της ερήμου έκανε τις σελίδες του ημερολογίου ενός νεκρού άντρα να θροΐσουν, απαγγέλλοντας σιωπηλά τα εγκλήματά του. Νόμιζε ότι είχε αφεθεί στην τελευταία σελίδα, αλλά ενστερνίστηκε με χαρά τις αμαρτίες του πάλι στην πρώτη. Ο άντρας που πέθανε εκείνη τη μέρα ήταν Ιαγουάρος των Βας’ίιρι, με το τομάρι του ερπετού που κάποτε φορούσε νεκρό και άχρηστο στο ξύλινο δάπεδο του ισογείου. Ο γιατρός, που είχε πετάξει από πάνω του το βάρος των νεκρών παιδιών, των αβοήθητων γυναικών και των πτωμάτων που σάπιζαν μέσα σε πηγάδια, χάθηκε, έτσι απλά.
Post a Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου