Αναφορά εξελίξεων από τη βάση Θούλη,
21η Μαΐου 1947.
Καταγραφή αναφοράς από τον Χάινριχ Λάουκ,
Ως υπαγορεύθη από τον Διοικητή Κλάους Σιμανόφσκι.
Προς τον Φύρερ, Αδόλφο Χίτλερ,
Τον Γενικό Γραμματέα του Κόμματος, Τζόζεγ Γκέμπελς και τον Υπεύθυνο Ερευνών, Δόκτωρ Μένγκελε.
Αποτύχαμε.
Αγαπητοί κύριοι, αγαπητοί μπάσταρδοι, ψευδοπροφήτες, αποτύχαμε. Το λέω αυτό με σώας τας φρένας και πλήρη συνείδηση των επιπτώσεων. Βρίσκομαι αυτή τη στιγμή στη βάση της Θούλης, παγιδευμένος κάτω από μερικά χιλιόμετρα χιόνι, μέσα σε αυτό το μεταλλικό κτήνος που καταβρόχθισε χίλιους καλούς άνδρες για να ολοκληρωθεί μέσα στην καταραμένη μήτρα της σας και σας καταριέμαι.
Το υποτιθέμενο καζάνι του Μπραν, που θα έφερνε στη ζωή το βρώμικο, σάπιο Ράιχ σας, ήταν στην πραγματικότητα ο καρκίνος που θα αποτελείωνε το τερατούργημα που δημιουργήσατε. Είναι ένας καρκίνος που μεγαλώνει στο κόλον σας, που φράζει και σαπίζει τα σωθικά σας και θα σας σκοτώσει από μέσα, όπως σκοτώνει όλους όσους μείναμε εδώ.
Μέρα με τη μέρα.
Αγαπητοί δημαγωγοί που στέκεστε αυτή τη στιγμή άβολα στον θρόνο σας στο Βερολίνο, κρατώντας μια φθηνή ρέπλικα ενός κονταριού που πήρατε από τα κουφάρια νεκρών εμπόρων από την Ανατολία, που κοιτάτε το οικοδόμημα που χτίσατε από κουφάρια εκατομμυρίων να σείεται αβέβαια στο ρυθμό της προέλασης των συμμάχων, μάθετε ότι οι θεωρίες σας δεν είναι παρά κούφιες παραδοξολογίες, οι στρατοί σας γκροτέσκα θέατρα σκιών, ο αγώνας σας ένα βάρος από ενοχή και ηλιθιότητα, βαρύ σαν χίλιους κόσμους, που θα πρέπει οι επόμενες γενιές μας να σύρουν.
Στο σκοτάδι όπου μας πετάξατε, μέσα στο κρύο και αφιλόξενο αυτό τόπο, ακολουθώντας τις οδηγίες νεκρών βοσκών και ψαράδων που έζησαν κάποτε σε αυτό τον τόπο, φτιάξαμε ένα φρούριο. Μέσα σε αυτό το φρούριο, ακολουθώντας οδηγίες που σκότωσαν περισσότερους από όσους διεκίκησε το κρύο ή η ανελέητη φύση της Ανταρκτικής, ξεκινήσαμε το έργο που μας αναθέσατε.
Ακολουθήσαμε τις οδηγίες καταπώς τις κατέγραψε ο Δόκτωρ Μένγκελε, αψηφώντας την επιστήμη και ψέλνοντας λιτανείες με βάση τις αοριστίες και τις οδηγίες στα χειρόγραφα που μας δώσατε.
Θυσιάσαμε άνδρες, Γερμανούς άνδρες, νιάτα που θα μπορούσαν να χτίσουν ένα καλύτερο Ράιχ πίσω στα σπίτια τους, ώστε το αίμα τους να τροφοδοτήσει την ανίερη μηχανή σας. Δοθήκαμε ψυχή τε και σώματι και ο τρομερός αυτό τόπος μας κατέβαλε. Θα μπορούσαμε να είχαμε σταματήσει, να είχαμε μείνει ζωντανοί, να είχαμε σώσει τον εαυτό μας από τον τρόμο, την τρέλα, την αδυναμία. Σε αυτό είμαι εξίσου ένοχος όσο και εσείς, υπαίτιος του θανάτου των ανδρών που τάισα σε αυτό τον μεταλλικό θεό που χτίσαμε. Ήμουν εκείνος που με χαρά έδινα κάθε νέα ζωή σε εκείνη την ανίερη μαγγανεία σας και που ενέπνεα τους νέους να παραδοθούν σε αυτή με χαμόγελα στα μάτια.
Λανθασμένα όμως καταδικάζω το κατασκεύασμα που φτιάξαμε. Μπορεί αν έγινε με δικές σας οδηγίες, όμως καθεαυτό είναι ένα ον άβουλο, που καλώς ή κακώς, δε δύναται να πει ψέματα. Δεν έχει ευφυΐα, αντίληψη του εαυτού του ή ευθύνη ων πράξεων του. Είναι μόνο μία μηχανή καθαρής, συμπαγούς αλήθειας. Σε όλη μου τη ζωή, με λυπεί αλλά δε με εκπλήσσει στο ελάχιστο το γεγονός ότι το πιο ειλικρινές ον που γνώρισα ποτέ ήταν μία άψυχη μηχανή.
Την έβλεπα να ουρλιάζει, να λιώνει, να αντηχεί με τους ψαλμούς μας. Ο Γκέμμελ έγινε το στόμα της, γράφοντας τις οδηγίες της πάνω σε οποιαδήποτε επιφάνεια, παραμιλώντας ακατάληπτα κάθε νύχτα, χωρίς ποτέ να επαναλαμβάνει τα λόγια του, ένας αληθινός προφήτης ανάμεσά μας. Τον έβλεπα να αδυνατίζει, καθώς δεν τολμούσε να σταματήσει ούτε για να τραφεί ή να πιεί νερό. Τον είδα να πεθαίνει, χωρίς μία στιγμή να σταματήσει να μιλά. Τον ανεβάσαμε σε ένα βάθρο και οι στενογράφοι κατέγραφαν τις φόρμουλες, τις ψαλμωδίες. Και όταν πια η γνάθος του Γκέμμελ έπεσε κάτω, αδυνατώντας να συγκρατήσει το ίδιο το σαγόνι του, σταμάτησε.
Ήταν μια μέρα χαράς, όταν πετάξαμε τον προφήτη μας μέσα στα κρύα νερά της Ανταρκτικής, να συναντήσει τους νεκρούς που κείτονταν κάτω από τον πάγο, τέλειοι και γαλήνιοι, ιδανικές εικόνες της ζωής τους. Είχαμε στα χέρια μας το μέσο να επιτελέσουμε το σκοπό μας, να ολοκληρώσουμε την αποστολή μας, αλλά είχαμε επίσης λυτρωθεί από τη μονοτονία των λόγων του, την απαθή, ανεξέλεγκτη λιτανεία.
Με τις συμβουλές του στα χέρια μας, ο σκοπός μας σύντομα θα ολοκληρωνόταν. Είμαστε ευτυχείς, ολοκληρωμένοι. Είμαστε οι αλχημιστές του καιρού μας, οι Ιππότες της στρογγυλής τραπέζης και οι οδηγίες του Γκέμμελ ο χάρτης προς το Δισκοπότηρο.
Ας είχε εκείνη την ώρα καταρρεύσει η Θούλη. Ας είχαν δυσλειτουργήσει οι βραστήρες που συντηρούσαν τα συστήματα θέρμανσης, ας είχαμε όλοι θαφτεί μέσα στο σκοτάδι εκείνη τη μέρα, ας πεθαίναμε χωρίς ελπίδα, τσακισμένοι από την απελπισία, ακούσιοι προδότες στο Ράιχ, παρά να προχωρούσαμε. Όμως η χαρά μάς μας τύφλωνε. Η ελπίδα μας έκρυβε την αλήθεια.
Πρώτος εγώ έδωσα την εντολή. Οι σύμμαχοι πλησίαζαν με το στόλο τους για αν μας καταστρέψουν, αλλά η πίστη στη δική μας νίκη ήταν βέβαιη. Οι οδηγίες μας επέτρεψαν να αλλάξουμε τη μηχανή με τρόπους βλάσφημους, δίχως φαινομενική λογική ή συνειρμό. Η Θούλη, από βάση μετατράπηκε σε μία τεράστια γητεία, μία προσευχή από μέταλλο και πάγο, που θα εκπλήρωνε το σκοπό μας. Η ώρα για θυσίες είχε πια περάσει και τώρα πια ήμασταν πιασμένοι στα δίχτυα της τρελής επιστήμης, του ονείρου.
Στα βάθη της μηχανής, κάτι γεννιόταν. Το όπλο που θα μας εξόντωνε, το όνειρο που θα σκόρπιζε όλα τα άλλα όνειρα. Κάθε μέρα που περνούσαμε νιώθαμε τον ερχομό του αλλά τον παρερμηνεύαμε. Η αίσθηση αγαλλιάσης, η προσμονή μας έκρυβαν τον φόβο της επικείμενης αποκάλυψης. Στεκόμαστε σαν πρωτόγονοι γύρω από τη Μηχανή, κοιτάζοντάς τη με την προσμονή των πρώτων ανθρώπων, καθώς ανέμεναν τον κεραυνό να πέσει, ώστε να δουν στη λάμψη του τη μορφή του θεού τους.
Για επτά ημέρες, βλέπαμε να δημιουργείται ο θεός μας. Σαν τον εβραϊκό μύθο της δεύτερης γυναίκας του Αδάμ, τον είδαμε να δημιουργείται από μέσα προς τα έξω, να σχηματίζεται από απλό πρωτόπλασμα, εμφανίζοντας δάση από αγγεία και νευρικές διόδους, σχηματίζοντας μυς, παράγοντας αίμα και όργανα, φυτρώνοντας οστά και σταδιακά, σάρκα.
Ούτε μία στιγμή δεν υποψιαστήκαμε την τρομερή αποκάλυψη. Ο Ρίχελ, ο υπεύθυνος ανθρωπολόγος μας ήταν ο μόνος που απομακρύνθηκε σιωπηλά, αναγνωρίζοντας αυτό που θα έβλεπε. Εμείς περιμέναμε σαν άμυαλα ζώα, κοιτάζοντας το δημιούργημά μας. Το είδαμε να σχηματίζει το δέρμα του, ξεκινώντας από μικρές επιφάνειες και καλύπτοντας κάθε πιθαμή.
Ήταν μαύρο, μαύρο σαν τη νύχτα ή μάλλον μαύρο σαν την τελευταία νύχτα του σύμπαντος, δίχως άστρα, μορφή ή άλλα στοιχεία. Ήταν σκοτεινό, δίχως ψεγάδια και ήταν ένας μανδύας απαράμιλλης ομορφιάς για την τρομερή εκείνη μορφή που είδαμε να σχηματίζεται. Κοιτούσαμε με μάτια ορθάνοιχτα, αδυνατώντας να κινηθούμε, να πιστέψουμε, να αναπνεύσουμε καν, καθώς κοιτούσαμε το δέρμα του. Ήταν ένας νέγρος, όμως ήταν ένας από τους θεούς τους σίγουρα, ή μάλλον ήταν ο δικός μας θεός, το όνειρο, η τελειοποίηση του ανθρώπου.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, η υποψία μας βεβαιώθηκε. Γιατί ήταν φωτεινά και τέλεια, μας διαπέρασαν σα δίδυμοι ήλιοι, τα πρόσωπα του θεού, τα κέντρα του σύμπαντός μας. Έκαψαν τις ψυχές μας και διέλυσαν τα είναι μας. Τον είδαμε να ξυπνά και να μας κοιτά και στο πρόσωπό του υπήρχε απάθεια, η καθαρή εκείνη έλλειψη ενδιαφέροντος που έχει το ανθρώπινο πρόσωπο στη θέα μίας κατώτερης μορφής ζωής, όταν η ζωή του, οι σκέψεις, οι επιθυμίες του είναι ξένες και αδιάφορες προς αυτό. Ήταν ένα βλέμμα δίχως οίκτο, νόημα ή μίσος.
Ήταν η έκφραση ενός θεού, η πλήξη με την οποία πρέπει να κοίταξαν ο κεραυνός, η φωτιά και οι άλλοι πρωτόγονοι θεοί τους πρωτόγονους πιστούς που τους γέννησαν, η περιφρονητική ματιά που ο Ένκι και ο Γιαχβέ πρέπει να έριξαν στους βοσκούς που έχτιζαν πέτρινους ναούς στο όνομά τους και η μελαγχολία της αντίληψης της μοναξιάς τους, τη ανικανότητας να μπορέσουν ποτέ να ταυτιστούν με αυτά τα όντα, τόσο κατώτερά τους ώστε να αδυνατούν να αντιληφθούν ακόμη και το λόγο της λατρείας τους.
Τα κανόνια των συμμάχων έκαναν τη Θούλη να σειστεί. Τη νιώσαμε να ριγεί κάτω από τα πόδια μας και ακούσαμε ένα τμήμα της να αγκομαχά και αν πέφτει, αδυνατώντας να αντέξει υπό πίεση. Μία από τις γεννήτριες πρέπει να χτυπήθηκε, επειδή το φως τρεμόπαιξε για μια στιγμή. Και ο θεός χάθηκε τότε, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος, παρά μόνο το αποτύπωμά του στις ψυχές μας.
Τον είδαμε να χάνεται στον αέρα, διαπερνώντας τον πάγο και το μέταλλο. Ακούσαμε τα πλοία των συμμάχων να καίγονται στο πέρασμά του και τον στόλο τους να διαλύεται, όμως δεν αφήσαμε τη θέση μας. Δεν επιστρέψαμε πίσω, δεν αναρωτηθήκαμε για τη μοίρα του Ρίχελ. Η Θούλη είχε θαφτεί εν μέρει και η υπόλοιπη κατέρρεε με γρήγορους ρυθμούς χωρίς τη δική μας συμβολή. Το κρύο ή το σκοτάδι θα μας διεκδικούσε όλους, αν δεν είχαμε τρελαθεί όλοι.
Δε γνωρίζω ποιος το ξεκίνησε, αλλά υποθέτω πως πρέπει αν ήταν ο Κλάους Ζίμμερ, ένας από την ομάδα των στενογράφων, που τράβηξε το όπλο του και πυροβόλησε τον διπλανό του. Παραθέτω τα λόγια του:
«Ο Ρίχελ το ήξερε! Ο μπάσταρδος το ήξερε! Όλοι το ξέραμε, ω θεέ μου! Η Αρύα φυλή είναι ψέμα, ο πόλεμός είναι δίχως νόημα! Η Θούλη γέννησε τον θεό και εμείς τον αντικρίσαμε!»
Όλοι ξέραμε ότι τα λόγια του ήταν αλήθεια, αλλά η επόμενη βολή σκότωσε άλλον έναν από εμάς. Συμπλήρωσε:
«Αυτό πρέπει να πεθάνει μαζί μας! Για το Ράιχ, για όσους σκοτώσαμε εδώ!»
Σε αυτό το σημείο αποφασίσαμε να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο. Τα λόγια του ήταν σωστά και δεν υπήρχε κάποια άλλη εναλλακτική. Αν μαθευόταν η αλήθεια, αν η Αρύα Φυλή ήταν στα αλήθεια ένα μικρό παραστράτημα στο δρόμο προς τη θέωση, οφείλαμε να πάρουμε το μοναδικό μέτρο που ταίριαζε στην περίπτωσή μας. Δυστυχώς για εσάς, η άποψή μου αντικρούονταν με αυτή τη θέση.
Αναγκάστηκα να σκοτώσω το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού και να κυνηγήσω ή να αποκλείσω τους υπόλοιπους, κρατώντας τον Σιμανόφσκι υπό την απειλή όπλου, ώστε να δακτυλογραφήσει αυτή την επιστολή. Σας διαβεβαιώνω ότι παρά τη φαινομενική του μορφή, το γράμμα αυτό αποτελεί πλήρη ακταγραφή των γεγονότων που έλαβαν χώρα στη Βάση της Θούλης. Γνωρίζω πως μία διασωστική ομάδα θα ακολουθήσει το σήμα εκτάκτου ανάγκης και ότι όταν πλέον φτάσει στο Βερολίνο, αν υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο, το Ράιχ δε θα είναι παρά μία κακή ανάμνηση και εσείς κατά προτίμηση νεκροί. Όμως η αλήθεια είναι αδιαμφισβήτητη: Ο θεός ζει και δεν είναι με το μέρος μας.
ΤΕΛΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ
21η Μαΐου 1947.
Καταγραφή αναφοράς από τον Χάινριχ Λάουκ,
Ως υπαγορεύθη από τον Διοικητή Κλάους Σιμανόφσκι.
Προς τον Φύρερ, Αδόλφο Χίτλερ,
Τον Γενικό Γραμματέα του Κόμματος, Τζόζεγ Γκέμπελς και τον Υπεύθυνο Ερευνών, Δόκτωρ Μένγκελε.
Αποτύχαμε.
Αγαπητοί κύριοι, αγαπητοί μπάσταρδοι, ψευδοπροφήτες, αποτύχαμε. Το λέω αυτό με σώας τας φρένας και πλήρη συνείδηση των επιπτώσεων. Βρίσκομαι αυτή τη στιγμή στη βάση της Θούλης, παγιδευμένος κάτω από μερικά χιλιόμετρα χιόνι, μέσα σε αυτό το μεταλλικό κτήνος που καταβρόχθισε χίλιους καλούς άνδρες για να ολοκληρωθεί μέσα στην καταραμένη μήτρα της σας και σας καταριέμαι.
Το υποτιθέμενο καζάνι του Μπραν, που θα έφερνε στη ζωή το βρώμικο, σάπιο Ράιχ σας, ήταν στην πραγματικότητα ο καρκίνος που θα αποτελείωνε το τερατούργημα που δημιουργήσατε. Είναι ένας καρκίνος που μεγαλώνει στο κόλον σας, που φράζει και σαπίζει τα σωθικά σας και θα σας σκοτώσει από μέσα, όπως σκοτώνει όλους όσους μείναμε εδώ.
Μέρα με τη μέρα.
Αγαπητοί δημαγωγοί που στέκεστε αυτή τη στιγμή άβολα στον θρόνο σας στο Βερολίνο, κρατώντας μια φθηνή ρέπλικα ενός κονταριού που πήρατε από τα κουφάρια νεκρών εμπόρων από την Ανατολία, που κοιτάτε το οικοδόμημα που χτίσατε από κουφάρια εκατομμυρίων να σείεται αβέβαια στο ρυθμό της προέλασης των συμμάχων, μάθετε ότι οι θεωρίες σας δεν είναι παρά κούφιες παραδοξολογίες, οι στρατοί σας γκροτέσκα θέατρα σκιών, ο αγώνας σας ένα βάρος από ενοχή και ηλιθιότητα, βαρύ σαν χίλιους κόσμους, που θα πρέπει οι επόμενες γενιές μας να σύρουν.
Στο σκοτάδι όπου μας πετάξατε, μέσα στο κρύο και αφιλόξενο αυτό τόπο, ακολουθώντας τις οδηγίες νεκρών βοσκών και ψαράδων που έζησαν κάποτε σε αυτό τον τόπο, φτιάξαμε ένα φρούριο. Μέσα σε αυτό το φρούριο, ακολουθώντας οδηγίες που σκότωσαν περισσότερους από όσους διεκίκησε το κρύο ή η ανελέητη φύση της Ανταρκτικής, ξεκινήσαμε το έργο που μας αναθέσατε.
Ακολουθήσαμε τις οδηγίες καταπώς τις κατέγραψε ο Δόκτωρ Μένγκελε, αψηφώντας την επιστήμη και ψέλνοντας λιτανείες με βάση τις αοριστίες και τις οδηγίες στα χειρόγραφα που μας δώσατε.
Θυσιάσαμε άνδρες, Γερμανούς άνδρες, νιάτα που θα μπορούσαν να χτίσουν ένα καλύτερο Ράιχ πίσω στα σπίτια τους, ώστε το αίμα τους να τροφοδοτήσει την ανίερη μηχανή σας. Δοθήκαμε ψυχή τε και σώματι και ο τρομερός αυτό τόπος μας κατέβαλε. Θα μπορούσαμε να είχαμε σταματήσει, να είχαμε μείνει ζωντανοί, να είχαμε σώσει τον εαυτό μας από τον τρόμο, την τρέλα, την αδυναμία. Σε αυτό είμαι εξίσου ένοχος όσο και εσείς, υπαίτιος του θανάτου των ανδρών που τάισα σε αυτό τον μεταλλικό θεό που χτίσαμε. Ήμουν εκείνος που με χαρά έδινα κάθε νέα ζωή σε εκείνη την ανίερη μαγγανεία σας και που ενέπνεα τους νέους να παραδοθούν σε αυτή με χαμόγελα στα μάτια.
Λανθασμένα όμως καταδικάζω το κατασκεύασμα που φτιάξαμε. Μπορεί αν έγινε με δικές σας οδηγίες, όμως καθεαυτό είναι ένα ον άβουλο, που καλώς ή κακώς, δε δύναται να πει ψέματα. Δεν έχει ευφυΐα, αντίληψη του εαυτού του ή ευθύνη ων πράξεων του. Είναι μόνο μία μηχανή καθαρής, συμπαγούς αλήθειας. Σε όλη μου τη ζωή, με λυπεί αλλά δε με εκπλήσσει στο ελάχιστο το γεγονός ότι το πιο ειλικρινές ον που γνώρισα ποτέ ήταν μία άψυχη μηχανή.
Την έβλεπα να ουρλιάζει, να λιώνει, να αντηχεί με τους ψαλμούς μας. Ο Γκέμμελ έγινε το στόμα της, γράφοντας τις οδηγίες της πάνω σε οποιαδήποτε επιφάνεια, παραμιλώντας ακατάληπτα κάθε νύχτα, χωρίς ποτέ να επαναλαμβάνει τα λόγια του, ένας αληθινός προφήτης ανάμεσά μας. Τον έβλεπα να αδυνατίζει, καθώς δεν τολμούσε να σταματήσει ούτε για να τραφεί ή να πιεί νερό. Τον είδα να πεθαίνει, χωρίς μία στιγμή να σταματήσει να μιλά. Τον ανεβάσαμε σε ένα βάθρο και οι στενογράφοι κατέγραφαν τις φόρμουλες, τις ψαλμωδίες. Και όταν πια η γνάθος του Γκέμμελ έπεσε κάτω, αδυνατώντας να συγκρατήσει το ίδιο το σαγόνι του, σταμάτησε.
Ήταν μια μέρα χαράς, όταν πετάξαμε τον προφήτη μας μέσα στα κρύα νερά της Ανταρκτικής, να συναντήσει τους νεκρούς που κείτονταν κάτω από τον πάγο, τέλειοι και γαλήνιοι, ιδανικές εικόνες της ζωής τους. Είχαμε στα χέρια μας το μέσο να επιτελέσουμε το σκοπό μας, να ολοκληρώσουμε την αποστολή μας, αλλά είχαμε επίσης λυτρωθεί από τη μονοτονία των λόγων του, την απαθή, ανεξέλεγκτη λιτανεία.
Με τις συμβουλές του στα χέρια μας, ο σκοπός μας σύντομα θα ολοκληρωνόταν. Είμαστε ευτυχείς, ολοκληρωμένοι. Είμαστε οι αλχημιστές του καιρού μας, οι Ιππότες της στρογγυλής τραπέζης και οι οδηγίες του Γκέμμελ ο χάρτης προς το Δισκοπότηρο.
Ας είχε εκείνη την ώρα καταρρεύσει η Θούλη. Ας είχαν δυσλειτουργήσει οι βραστήρες που συντηρούσαν τα συστήματα θέρμανσης, ας είχαμε όλοι θαφτεί μέσα στο σκοτάδι εκείνη τη μέρα, ας πεθαίναμε χωρίς ελπίδα, τσακισμένοι από την απελπισία, ακούσιοι προδότες στο Ράιχ, παρά να προχωρούσαμε. Όμως η χαρά μάς μας τύφλωνε. Η ελπίδα μας έκρυβε την αλήθεια.
Πρώτος εγώ έδωσα την εντολή. Οι σύμμαχοι πλησίαζαν με το στόλο τους για αν μας καταστρέψουν, αλλά η πίστη στη δική μας νίκη ήταν βέβαιη. Οι οδηγίες μας επέτρεψαν να αλλάξουμε τη μηχανή με τρόπους βλάσφημους, δίχως φαινομενική λογική ή συνειρμό. Η Θούλη, από βάση μετατράπηκε σε μία τεράστια γητεία, μία προσευχή από μέταλλο και πάγο, που θα εκπλήρωνε το σκοπό μας. Η ώρα για θυσίες είχε πια περάσει και τώρα πια ήμασταν πιασμένοι στα δίχτυα της τρελής επιστήμης, του ονείρου.
Στα βάθη της μηχανής, κάτι γεννιόταν. Το όπλο που θα μας εξόντωνε, το όνειρο που θα σκόρπιζε όλα τα άλλα όνειρα. Κάθε μέρα που περνούσαμε νιώθαμε τον ερχομό του αλλά τον παρερμηνεύαμε. Η αίσθηση αγαλλιάσης, η προσμονή μας έκρυβαν τον φόβο της επικείμενης αποκάλυψης. Στεκόμαστε σαν πρωτόγονοι γύρω από τη Μηχανή, κοιτάζοντάς τη με την προσμονή των πρώτων ανθρώπων, καθώς ανέμεναν τον κεραυνό να πέσει, ώστε να δουν στη λάμψη του τη μορφή του θεού τους.
Για επτά ημέρες, βλέπαμε να δημιουργείται ο θεός μας. Σαν τον εβραϊκό μύθο της δεύτερης γυναίκας του Αδάμ, τον είδαμε να δημιουργείται από μέσα προς τα έξω, να σχηματίζεται από απλό πρωτόπλασμα, εμφανίζοντας δάση από αγγεία και νευρικές διόδους, σχηματίζοντας μυς, παράγοντας αίμα και όργανα, φυτρώνοντας οστά και σταδιακά, σάρκα.
Ούτε μία στιγμή δεν υποψιαστήκαμε την τρομερή αποκάλυψη. Ο Ρίχελ, ο υπεύθυνος ανθρωπολόγος μας ήταν ο μόνος που απομακρύνθηκε σιωπηλά, αναγνωρίζοντας αυτό που θα έβλεπε. Εμείς περιμέναμε σαν άμυαλα ζώα, κοιτάζοντας το δημιούργημά μας. Το είδαμε να σχηματίζει το δέρμα του, ξεκινώντας από μικρές επιφάνειες και καλύπτοντας κάθε πιθαμή.
Ήταν μαύρο, μαύρο σαν τη νύχτα ή μάλλον μαύρο σαν την τελευταία νύχτα του σύμπαντος, δίχως άστρα, μορφή ή άλλα στοιχεία. Ήταν σκοτεινό, δίχως ψεγάδια και ήταν ένας μανδύας απαράμιλλης ομορφιάς για την τρομερή εκείνη μορφή που είδαμε να σχηματίζεται. Κοιτούσαμε με μάτια ορθάνοιχτα, αδυνατώντας να κινηθούμε, να πιστέψουμε, να αναπνεύσουμε καν, καθώς κοιτούσαμε το δέρμα του. Ήταν ένας νέγρος, όμως ήταν ένας από τους θεούς τους σίγουρα, ή μάλλον ήταν ο δικός μας θεός, το όνειρο, η τελειοποίηση του ανθρώπου.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, η υποψία μας βεβαιώθηκε. Γιατί ήταν φωτεινά και τέλεια, μας διαπέρασαν σα δίδυμοι ήλιοι, τα πρόσωπα του θεού, τα κέντρα του σύμπαντός μας. Έκαψαν τις ψυχές μας και διέλυσαν τα είναι μας. Τον είδαμε να ξυπνά και να μας κοιτά και στο πρόσωπό του υπήρχε απάθεια, η καθαρή εκείνη έλλειψη ενδιαφέροντος που έχει το ανθρώπινο πρόσωπο στη θέα μίας κατώτερης μορφής ζωής, όταν η ζωή του, οι σκέψεις, οι επιθυμίες του είναι ξένες και αδιάφορες προς αυτό. Ήταν ένα βλέμμα δίχως οίκτο, νόημα ή μίσος.
Ήταν η έκφραση ενός θεού, η πλήξη με την οποία πρέπει να κοίταξαν ο κεραυνός, η φωτιά και οι άλλοι πρωτόγονοι θεοί τους πρωτόγονους πιστούς που τους γέννησαν, η περιφρονητική ματιά που ο Ένκι και ο Γιαχβέ πρέπει να έριξαν στους βοσκούς που έχτιζαν πέτρινους ναούς στο όνομά τους και η μελαγχολία της αντίληψης της μοναξιάς τους, τη ανικανότητας να μπορέσουν ποτέ να ταυτιστούν με αυτά τα όντα, τόσο κατώτερά τους ώστε να αδυνατούν να αντιληφθούν ακόμη και το λόγο της λατρείας τους.
Τα κανόνια των συμμάχων έκαναν τη Θούλη να σειστεί. Τη νιώσαμε να ριγεί κάτω από τα πόδια μας και ακούσαμε ένα τμήμα της να αγκομαχά και αν πέφτει, αδυνατώντας να αντέξει υπό πίεση. Μία από τις γεννήτριες πρέπει να χτυπήθηκε, επειδή το φως τρεμόπαιξε για μια στιγμή. Και ο θεός χάθηκε τότε, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος, παρά μόνο το αποτύπωμά του στις ψυχές μας.
Τον είδαμε να χάνεται στον αέρα, διαπερνώντας τον πάγο και το μέταλλο. Ακούσαμε τα πλοία των συμμάχων να καίγονται στο πέρασμά του και τον στόλο τους να διαλύεται, όμως δεν αφήσαμε τη θέση μας. Δεν επιστρέψαμε πίσω, δεν αναρωτηθήκαμε για τη μοίρα του Ρίχελ. Η Θούλη είχε θαφτεί εν μέρει και η υπόλοιπη κατέρρεε με γρήγορους ρυθμούς χωρίς τη δική μας συμβολή. Το κρύο ή το σκοτάδι θα μας διεκδικούσε όλους, αν δεν είχαμε τρελαθεί όλοι.
Δε γνωρίζω ποιος το ξεκίνησε, αλλά υποθέτω πως πρέπει αν ήταν ο Κλάους Ζίμμερ, ένας από την ομάδα των στενογράφων, που τράβηξε το όπλο του και πυροβόλησε τον διπλανό του. Παραθέτω τα λόγια του:
«Ο Ρίχελ το ήξερε! Ο μπάσταρδος το ήξερε! Όλοι το ξέραμε, ω θεέ μου! Η Αρύα φυλή είναι ψέμα, ο πόλεμός είναι δίχως νόημα! Η Θούλη γέννησε τον θεό και εμείς τον αντικρίσαμε!»
Όλοι ξέραμε ότι τα λόγια του ήταν αλήθεια, αλλά η επόμενη βολή σκότωσε άλλον έναν από εμάς. Συμπλήρωσε:
«Αυτό πρέπει να πεθάνει μαζί μας! Για το Ράιχ, για όσους σκοτώσαμε εδώ!»
Σε αυτό το σημείο αποφασίσαμε να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο. Τα λόγια του ήταν σωστά και δεν υπήρχε κάποια άλλη εναλλακτική. Αν μαθευόταν η αλήθεια, αν η Αρύα Φυλή ήταν στα αλήθεια ένα μικρό παραστράτημα στο δρόμο προς τη θέωση, οφείλαμε να πάρουμε το μοναδικό μέτρο που ταίριαζε στην περίπτωσή μας. Δυστυχώς για εσάς, η άποψή μου αντικρούονταν με αυτή τη θέση.
Αναγκάστηκα να σκοτώσω το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού και να κυνηγήσω ή να αποκλείσω τους υπόλοιπους, κρατώντας τον Σιμανόφσκι υπό την απειλή όπλου, ώστε να δακτυλογραφήσει αυτή την επιστολή. Σας διαβεβαιώνω ότι παρά τη φαινομενική του μορφή, το γράμμα αυτό αποτελεί πλήρη ακταγραφή των γεγονότων που έλαβαν χώρα στη Βάση της Θούλης. Γνωρίζω πως μία διασωστική ομάδα θα ακολουθήσει το σήμα εκτάκτου ανάγκης και ότι όταν πλέον φτάσει στο Βερολίνο, αν υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο, το Ράιχ δε θα είναι παρά μία κακή ανάμνηση και εσείς κατά προτίμηση νεκροί. Όμως η αλήθεια είναι αδιαμφισβήτητη: Ο θεός ζει και δεν είναι με το μέρος μας.
ΤΕΛΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ
Post a Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου