Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Γρανίτινο Πρόσωπο, Μέρος 2ο

Τώρα:

Έτρεχε για μέρες στην έρημο, εξαντλημένος, τα μάτια του ορθάνοιχτα από τρόμο. Το στόμα του είχε ξεραθεί και τα σωθικά του ήταν μπλεγμένα σαν κόμπος μέσα του. Ξεφυσούσε αργά, σαν ετοιμοθάνατο σκυλί.

Σκόνταψε σε μια πέτρα και έπεσε στο ξερό έδαφος. Τα χείλια του άγγιξαν το αλατισμένο χώμα και ένιωσε τη γλώσσα του να ζαρώνει, σα σαλιγκάρι που πασπαλίστηκε με αλάτι. Ξέρασε χολή και προσπάθησε να σηκωθεί, το σακάκι και τα πόδια του πασπαλισμένα με ξεραμένο αλάτι.

Κοίταξε πίσω πριν προλάβει να το ξανασκεφτεί και τον είδε, καβάλα στο άλογό του, στο όριο του ορίζοντα. Άφησε μια κραυγή και προσπάθησε να ξανατρέξει, αλλά τα πόδια του δεν τον κρατούσαν πια. Τρεκλίζοντας, έφτασε ένα μικρό σκιερό καταφύγιο κάτω από μια συστάδα από πέτρες και σταμάτησε.

Τον ακολουθούσε για μέρες τώρα, χωρίς ποτέ να του δώσει μια ευκαιρία να ξαποστάσει. Δεν του είχε μιλήσει ξανά από την ώρα που ξεκίνησε το κυνηγητό, αλλά κάθε φορά που τον έβρισκε, κάθε φορά που τον πρόφταινε, φρόντισε να του δώσει ένα ακόμη κίνητρο για να ζήσει.

Θυμόταν τα λόγια του, εκείνη την ημέρα:

«Μου είπαν να σε κάνω να υποφέρεις.»

Οι λέξεις αυτές είχαν αφήσει μακριά, ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή του. Υπήρχε κάτι στα μάτια του ξένου με το κατάμαυρο άλογο, κάτι που παραμόνευε και κοιτούσε μέσα στα μύχια της ψυχής του κάθε φορά που τον πρόφταινε και τον έκανε να αρχίσει να τρέχει και πάλι που τον έκανε να νιώθει σαν αδύναμο παιδί, κυνηγημένο από λύκους με ανθρώπινα βίτσια.

Κοίταξε το δεξί του χέρι, σπασμένο στον καρπό. Είχε μπλαβιάσει και έστελνε σταθερά σήματα πόνου στον εγκέφαλό του. Θολωμένος, το άγγιξε και ένιωσε το οστό να κινείται κάτω από την σάρκα του. Ούρλιαξε από το σοκ και ένιωσε να αναγουλιάζει πάλι. Το σήμα του πόνου στον εγκέφαλό του έσβησε κάθε άλλη του σκέψη.

Η μορφή του αλόγου έκρυψε τον ήλιο. Για μια και μοναδική στιγμή, ένιωσε ανακούφιση. Ύστερα, ο μικρός πίθηκος μέσα του, που θυμήθηκε τον πόνο που συνδέονταν με αυτή τη μορφή, τον έκανε να ζαρώσει και πάλι, τρομοκρατημένος.

«Τι θες από μένα; Για όνομα του Θεού, τι σου έκανα;»

Ο άντρας με το γρανίτινο πρόσωπο τον κοίταξε όπως κάποιος κοιτά μια πατημένη κατσαρίδα, κολλημένη στη σόλα του παπουτσιού του. Τα κατάμαυρα σα χάντρες μάτια του τον κοίταζαν, καθηλώνοντάς τον.

«Σε παρακαλώ…. σκότωσέ με ή άσε με να φύγω… δε μπορώ άλλο…»

Ο διώκτης του έψαξε για κάτι στη σέλα του αλόγου του. Για μια στιγμή, το θήραμα νόμιζε ότι θα έβγαζε το μαύρο του περίστροφο και θα τον σκότωνε. Μια σφαίρα στο κεφάλι, ή μία στην καρδιά. Ένας γρήγορος θάνατος, πόσο ευπρόσδεκτος θα ήταν, αλήθεια.

Το φλασκί έπεσε ανάμεσα στα πόδια του. Άκουσε καθαρά τον ήχο του νερού που πάφλαζε μέσα του. Ένιωσε τα σωθικά του να αναδεύονται από χαρά και τρόμο ταυτόχρονα.

«Νερό; Νερό; Ω Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ!»

Άρπαξε το φλασκί και το άνοιξε με χέρια του έτρεμαν. Ετοιμάστηκε να πιει μια γουλιά, όταν ο διώκτης του τον κλώτσησε ξαφνικά στο σαγόνι με τη μπότα του.  Το κεφάλι του χτύπησε πάνω στο βράχο και πολύτιμο νερό χύθηκε πάνω στο σακάκι του, ξεπλένοντας το αλάτι.

«Τρέχα.» του είπε και σηκώθηκε αμέσως όρθιος, τρέχοντας με ανανεωμένο τρόμο, προσπαθώντας να πιει το πολύτιμο νερό. Το ένιωθε να χύνεται από τα χείλη του με κάθε γουλιά, αλλά ένιωθε σα να τον έλουζαν με λιωμένο χρυσάφι.

3 ημέρες πριν:

«Τρέχα.»

«Ποιος στο διάολο νομίζεις ότι είσαι ρε; Νομίζεις ότι επειδή σκότωσες τρεις λακέδες, θα γλιτώσεις; Ξέρεις τι θα σου κάνουν οι άντρες μου όταν σε βρουν; Δε θα σ’ αφήσουν αν ξεφύγεις, μπάσταρδε! Θα σε-ΑΑΑΑΑ!»

«Δε με άκουσες; Είπα τρέχα.»

«Μου ’σπασες τον καρπό, καριόλη! Θα σε σκοτώσω, μ’ ακούς; Δεν πρόκειται να ξεφύγεις! Θα σου σπάσω τα πόδια και θα-»

Κλικ

«Δε-δε θα τολμήσεις. Δεν ξέρεις τι θα σου κάνουν οι άντρες μου άμα τολμήσεις να τραβήξεις αυτή τη γαμημένη σκανδάλη! Δε θα πεις τίποτα ε; Ε, καριόλη;»

Μπαμ.

Τώρα:

Τη νύχτα, σύρθηκε κάτω από μια συστάδα από κάκτους και έκανε μια πέτρα για μαξιλάρι του. Το νερό στο σακάκι του είχε στεγνώσει εδώ και ώρες και το παγούρι του είχε σχεδόν αδειάσει. Άκουγε τις λιγοστές γουλιές νερό που είχαν απομείνει να παφλάζουν μέσα στο δοχείο και αναστέναξε με ανακούφιση.

Το κυνηγητό σταματούσε τη νύχτα, πάντα. Ο άντρας με το άλογο σταματούσε πάντα στο όριο της όρασής του και στεκόταν εκεί, κοιτάζοντάς τον. Αναρωτιόταν αν κοιμόταν ή αν απλά καθόταν εκεί και τον κοίταζε. Θυμόταν πως προσπάθησε να του ξεφύγει την πρώτη νύχτα, νομίζοντας ότι είχε κοιμηθεί.

Θυμόταν πως ο άντρας τον είχε βρει, ον έπιασε από το σβέρκο σα γατί και τον σάπισε στο ξύλο.

Η γλώσσα του έπαιξε λίγο με την πληγή που είχε αφήσει το δόντι που είχε χάσει από τις γροθιές του άντρα. Θυμήθηκε τα στοιχήματα που έβαζε με τα αδέρφια του, όταν ήταν μικρός. Όταν προσπαθούσα να φτύσουν μέσα από τις τρύπες από τα δόντια που είχα βγάλει. Νικούσε πάντα αυτά τα στοιχήματα.

Νικούσε πάντα κάθε στοίχημα.

Και ήξερε πώς να παίζει. Είχε ποντάρει σωστά όταν αποφάσισε να αλλάξει πλευρά, να αφήσει την Παλιά Φρουρά και να καταταγεί στο μέρος της Κυβέρνησης. Είχε πουλήσει τις πληροφορίες του ακριβά και είχε χαρίσει μερικές εύκολες νίκες στους νέους του φίλους.

Είχε ζήσει μια καλή ζωή, μέχρι τώρα. Μια ζωή με εύκολα λεφτά και εύκολες γυναίκες. Και όταν θύμωσε ακόμη και μερικούς από τους φίλους του στην Κυβέρνηση, αποσύρθηκε στην Κόκκινη Οχιά και έκανε την πόλη δική του.

Ωραίες εποχές.

Κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ γαλήνια.

4 μέρες πριν.

«Τι είναι αυτά, ρε;»

«Ό,τι έχω. Δε μπορώ να σας δώσω τίποτα περισσότερο.»

«Αφού έχεις πράγμα μέσα στο κατάστημα. Πλήρωσέ με σε είδος.»

«Δε μπορώ να το κάνω αυτό.»

«Γιατί παρακαλώ;»

«Αν σας δώσω το εμπόρευμά μου, δε θα έχω τίποτα να πουλήσω! Τα καραβάνια δεν έρχονται πια από δω, θα πρέπει να πάω ο ίδιος στην Σαράτ και δε μπορώ να το ρισκάρω, όχι όπως έχουν τα πράγματα!»

«Τι μου λες!»

«Για αυτό, σας εκλιπαρώ, πάρτε τα λεφτά θα σας ξεχρωστήσω όταν-»

«Έχω μια άλλη ιδέα. Τι λες να μας νοικιάσεις τις κόρες σου;»

«Τις κόρες μου;»

«Καλά, όχι και τις δύο, μόνο την όμορφη.»

«Χαχαχαχα, καλό, αφεντικό!»

«Δεν…δεν μπορ’ω να το κάνω αυτό…»

Κλικ

«Και ποιος σε ρώτησε, σαμιαμίδι;»

«Σας…σας παρακαλώ, μην…»

«Έλντον Νορμ;»

«Ποιος είσαι εσύ;»

«Είμαι το τελευταίο, χειρότερο πράγμα που θα δεις για την υπόλοιπη ζωή σου.» 

Τώρα:

Τινάχτηκε από τον ύπνο του. Έτρεμε από το κρύο. Προσπάθησε να κουλουριάσει το σώμα του και έχωσε τα χέρια του κάτω από τις μασχάλες του. Οι νύχτες στην Παστή Έρημο ήταν πολύ χειρότερες από τις μέρες. Τις μέρες, ο ήλιος σε έκαιγε και σε κοιτούσε κατάματα, είχε τα κότσια να σε κάνει να υποφέρεις και να σου ρίχνει ένα μεγάλο, σκατένιο χαμόγελο.

Αλλά τις νύχτες, η ζέστη υποχωρούσε και το κρύο κουλουριαζόταν γύρω σου και έσφιγγε τα σωθικά σου, κάνοντας τα μέσα σου να τρέμουν και τα δόντια σου να χτυπούν όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που τα ούλα σου πονούσαν. Σε έκανε να πεθαίνεις αργά, από μέσα προς τα έξω.

Κοίταξε στο σημείο που στεκόταν ο διώκτης του. Τον έβλεπε, ακόμη και μέσα στη νύχτα, μια κατάμαυρη πελώρια σιλουέτα που έκρυβε τα αστέρια. Έμοιαζε σα μια μεγάλη τρύπα, μέσα από την οποία σε κοιτούσαν όλοι οι φόβοι κάθε προγόνου σου, παραμονεύοντας να σου χιμήξουν.

Ξάπλωσε ξανά, κουλουριασμένος και πάλι, προσπαθώντας να αγνοήσει τη μεγάλη τρύπα στον κόσμο που τον κοίταζε να κοιμάται.

2 μέρες πριν:

«Πες μου τι θες. Θες λεφτά; Έχω λεφτά! Έχω αρκετά λεφτά για να σου αγοράσω δύο, τρία άλογα! Δε θες λεφτά; Θες γυναίκες, τότε; Μπορώ να σου δώσω τόσες πολλές που να τις σιχαθείς! Έχω απ’όλα! Έχω άκρες στην Κυβέρνηση, μπορώ να σου δώσω ό,τι θες! Τι θες, πές το και θα γίνει! Τι λες;»

«Θέλω να τρέξεις.»

«Τι; Είσαι τρελός; Σου δίνω την ευκαιρία μιας ζωής και εσύ συνεχίζεις τις μαλακίες; Θα σου δώσω τα τριπλά απ΄ ό,τι σου έταξαν! Τα τριπλά! Έλα απλά κάνε μου χώρο στο άλογό σου και άσε με να ανέβω, πάμε πίσω στην Κόκκινη Οχιά, έτσι μπράβο, τώρα συζητάμε, έλα-ΟΥΦ!»

Παφ.

«Τι; Τι στο διάολο κάνεις; Όχι, όχι!»

Παφ. Παφ. Κρακ. Κρακ.

«ΑΑΑΑ! Σταμάτα, σταμάτα, για όνομα του Θεού, μη! ΙΙΙΙΙΙΙ!»

ΚΡΑΑΑΚ.

Τώρα:

Πρωί. Ω Θεέ μου, πρωί. Τινάχτηκε από τη θέση του, καθώς είδε τον ήλιο να ανατέλλει. Ο διώκτης του έκανε σήμα στο άλογό του και άρχισε να τον πλησιάζει αργά. Το κυνήγι ξεκινούσε και πάλι.

Σηκώθηκε, έτοιμος να τρέξει, αλλά ήξερε ήδη ότι δε θα ξέφευγε αυτή τη φορά. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα έτρεχε. Δε θα μπορούσε να συνεχίσει. Ένιωσε μια μικρή ανακούφιση, καθώς σκέφτηκε ότι δε θα ξαναχρειαζόταν να τρέξει σα να ήταν κανένα ζώο. Ότι θα μπορούσε απλά να πέσει κάτω και να πεθάνει, μέσα στην ξεραμένη σκόνη.

Οι μπελάδες του θα τελείωναn σίγουρα τότε. Όλα θα πήγαιναν καλά.

Όμως ο καβαλάρης θα τον έπιανε τότε, πριν προλάβει να πεθάνει. Θα τον άρπαζε και τα τον σάπιζε στο ξύλο και αν αντιστεκόταν θα του έσπαγε το πόδι, ή χειρότερα, θα τους έκανε μια μεγάλη χαρακιά στο μηρό και θα τον άφηνε εκεί για να τον μυριστούν τα κογιότ και τα όρνια και να του ορμήσουν και να τον κομματιάσουν. Θα τον έκανε να πεθάνει με το χειρότερο δυνατό τρόπο.

Όμως δε θα πέθαινε έτσι. Θα πέθαινε με τους δικούς του όρους. Αλλά αφού εξαντλούνταν πρώτα. Θα πολεμούσε όπως του είχαν μάθει στην Παλιά Φρουρά.

Μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μου…

Γέλασε εκείνη τη στιγμή, αλλά ο ήχος του ακούστηκε σαν κάγχασμα, καθώς έβγαινε από τα χείλη του και τον πληγιασμένο του λαιμό. Θυμόταν πώς ήταν τα πράγματα τότε. Θυμόταν ότι πολεμούσαν για να σώσουν τον κόσμο, για να κρατήσουν τα ιδανικά που χάνονταν μέρα με τη μέρα ζωντανά, για να αποτρέψουν την καταστροφή με το να είναι το ισχυρότερο αποτρεπτικό μέσο σε όλα τα Βασίλεια.

Αλλά αποτύγχαναν. Μέρα με τη μέρα έχαναν έδαφος. Μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι πέθαιναν για να αποτρέψουν τραγωδίες που τώρα ήταν μέρη της πραγματικότητάς τους.

Θυμόταν τη μάχη εδώ. Θυμόταν πώς οι Βαρ’ ίισι πολέμησαν στις όχθες αυτής της λίμνης. Θυμόταν πως ήταν εκεί, στην πρώτη γραμμή. Πώς είχε πολεμήσει σαν ήρωας και είχε τρέψει τους εχθρούς του σε φυγή, καθώς οι Βαρ΄ίισι έθεσαν σε λειτουργία τις βόμβες αφυδάτωσής τους. Πολλοί άντρες, δικοί τους και δικοί του, πέθαναν εκείνη την ημέρα. Είδε τους Βαρ’ίισι να ζαρώνουν και να πεθαίνουν, σα βδέλλες. Είδε τους άντρες υπό την ηγεσία του να ουρλιάζουν, καθώς ζάρωναν και θρυψαλιάζονταν σα να ’ταν φτιαγμένοι από πολυκαιρισμένο χαρτί.

Μετά από εκείνη την ημέρα, οι Βαρ’ίισι είχαν νικηθεί. Αλλά τους είχαν στερήσει τη μεγαλύτερη πηγή πόσιμου νερού τους. Το μόνο που είχαν αφήσει ήταν μια τρύπα πάνω στον κόσμο, εκεί που κάποτε βρισκόταν η μεγαλύτερή τους πηγή πόσιμου νερού. Ένας λογικός άνθρωπος θα νόμιζε ότι αυτό θα ήταν μια αρκετά τρομερή τιμωρία για ένα λαό. Αλλά οι Βαρ΄ίισι έκαναν τα ουράνια να βρέξουν αλάτι, μία εβδομάδα αφού τράπηκαν σε φυγή. Η περιοχή αυτή χτυπήθηκε χειρότερα από κάθε άλλη.

Έπεσε κάτω πάλι, αλλά αυτή τη φορά δε σηκώθηκε. Ήξερε πως θα πέθαινε. Ήταν έτοιμος τώρα. Είχε προδώσει τους συντρόφους που είχε οδηγήσει στη δόξα και στο θάνατο και ο διώκτης του τον είχε κάνει να υποφέρει αρκετά. Θα τον άφηνε να τον πλησιάσει και ύστερα θα έκοβε τη γλώσσα του με τα ίδια του τα δόντια, κοιτάζοντάς τον κατάματα.

Θα πέθαινε σαν άντρας.

Ο διώκτης του επιτάχυνε, μόλις τον είδε να πέφτει κάτω.

1 ημέρα πριν:

«Έχω…μόνο…φτου! Μόνο μία…απορία…γιατί μου το κάνεις αυτό; Ποιός…ποιός σε έβαλε; Ποιος άκαρδος, αρρωστημένος μπάσταρδος σε έβαλε να  μου το κάνεις αυτό; Καλά εσύ είσαι σίγουρα θεότρελος, αποκλείεται αλλιώς να δεχόσουν να το κάνεις ε; Χαχα…έλα, πες μου, ποιος σε έβαλε ε;»

«Το όνομά σου είναι Έλντον Ντορμ.»

«Έλα, κόψε τις μαλακίες και πες μου…»

«Υπηρέτησες στην Τρίτη Ταξιαρχία, στο δεύτερο σώμα της Ιλαρχίας της Παλιάς Φρουράς κατά της διάρκεια του πολέμου των Βαρ’ίισι. Ήσουν ο νεότερος άνδρας στο στράτευμα που είχε προαχθεί στη θέση του Αντισυνταγματάρχη λόγω εξαιρετικής ανδρείας στο πεδίο της μάχης.»

«Πώς…πώς μπορεί να το ξέρεις αυτό;»

«Ήσουν επίσης και ο υπαίτιος της καταστροφής του. Λιποτάκτησες από το στράτευμα στις γραμμές του εχθρού κατά το πραξικόπημα που έλαβε χώρα δύο χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου με τους Βαρ’ίισι. Πούλησες πληροφορίες στον εχθρό. Προκάλεσες τον θάνατο εκατοντάδων ανδρών, πολλοί από τους οποίους ήταν και οι στενότεροί σου φίλοι.»

«Τι; Πώς το ξέρεις αυτό; Δε μπορεί να το ξέρεις αυτό! Ποιος στο διάολο είσαι;»

«Σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προδοσία σου, η Κυβέρνηση που συστάθηκε μετά το πραξικόπημα σου προσέφερε τη θέση του αντισυνταγματάρχη, την παλιά σου θέση, στο πεζικό της, με σκοπό να αναλάβεις την επανεκπαίδευση τους και την οργάνωση ενός τακτικού στρατού.»

«Δεν ήταν μαχητές αυτοί! Ήταν αγρότες και κατάδικοι! Δε μπορούσα να τους κάνω στρατιώτες, για όνομα του Θεού!»

«Για αυτό και τους επέτρεψες να αλωνίσουν ελεύθερα και να πάρουν ό,τι θέλουν από τον πληθυσμό, να πλιατσικολογήσουν και να καταλάβουν με τη βία και με όπλα που εσύ τους έδειξες πώς να φτιάχνουν όποια πόλη περνούσαν με σκοπό να αποκαταστήσουν την τάξη.»

«Ήταν όλοι τους ένα μάτσο γουρούνια! Δεν ελέγχονταν, ούτε οι πολίτες, ούτε οι στρατιώτες! Ήταν όλοι τους μια πάστα άχρηστων και τους άξιζε όσο υπέφεραν!»

«Πριν με στείλουν να επιτελέσω την αποστολή μου, μου έδωσαν λοιπόν την εξής εντολή: Ο Έλντον δεν πρόκειται να μετανιώσει. Δεν πρόκειται να ζητήσει συγχώρεση. Θα προσπαθήσει επανειλημμένα να σε εξαγοράσει. Δεν του αξίζει όμως κανένα έλεος, καμία ελπίδα ή χάρη.»

«Αυτή η φωνή…ω Θεέ μου, δεν μπορεί! Δε μπορεί να σε έστειλε αυτός!»

«Μου είπαν να σε κάνω να υποφέρεις.»

Τώρα:

Τον κοίταξε μέσα στα κατάμαυρα μάτια του και κάγχασε και πάλι. Ο διώκτης του παρέμενε ανέκφραστος.

«Δεν είχε νόημα να συνεχίσουμε. Είχαμε δώσει πάρα πολλές μάχες και ο κόσμος γινόταν χειρότερος μετά από κάθε μία.»

Ήπιε την τελευταία γουλιά νερού του. Το άφησε να κάτσει πάνω στην ξεραμένη γλώσσα του και το κατάπιε, σα να ήταν το καλύτερο ποτό στον κόσμο.

«Έχασα όλους μου τους φίλους όταν η βόμβα αφυδάτωσης έφτιαξε αυτό εδώ το πράγμα. Τους είδα να πεθαίνουν με έναν τρόπου που δε θα ευχόμουν ούτε σε σένα. Και μετά, όταν τελείωσε και αυτός ο εφιάλτης, είχαμε το πραξικόπημα. Και πολεμήσαμε και πάλι. Και μετά έριξαν τη Βόμβα.»

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Βρήκε μέσα του το κουράγιο που χρειαζόταν για να δώσει τέλος στο κυνήγι.

«Είδα τόσους πολλούς άμυαλους, ηλίθιους θανάτους στη ζωή μου. Είδα κάθε τι για το οποίο πολέμησα να χάνεται, έτσι απλά. Πουφ. Και κάθε φορά, έπαιρνε και μερικούς φίλους μου μαζί του. Δεν ξέρω τι λες εσύ, αλλά εγώ δε μετανιώνω. Και δε σκοπεύω να πεθάνω με τους όρους σου.»

Έβαλε τη γλώσσα του ανάμεσα στα δόντια του και ετοιμάστηκε να δαγκώσει, όταν ο άντρας με το γρανίτινο πρόσωπο τον πυροβόλησε στο υπογάστριο. Ούρλιαξε, καθώς η σφαίρα τρύπησε τα σωθικά του. Διπλώθηκε στα δύο, η αποφασιστικότητά του εξανεμισμένη.

«Δεν έχεις αυτή την επιλογή πια, Έλντον Ντορμ.»

Ο άντρας με την τρύπα στο στομάχι ούρλιαζε, ξέροντας ακριβώς τι τον περίμενε. Είχε ξαναδεί κι άλλους να πεθαίνουν έτσι. Θα πέθαινε με τα ίδια του τα απόβλητα να μολύνουν το αίμα του. Το ίδιο του το σώμα θα δηλητηριαζόταν αργά, για ώρες και δε θα έχανε τις αισθήσεις του. Προσπάθησε να δαγκώσει τη γλώσσα του, αλλά δεν είχε τη δύναμη. Κυλιόταν στο έδαφος της Παστής Ερήμου και άφηνε λεκέδες από βρώμικο αίμα στη νεκρή γη.

Του πήρε επτά ώρες μέχρι να πεθάνει.

Post a Comment

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου