Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Κάτω από τις σκάλες

 Το σπίτι μου:

 Το σπίτι μου δεν είναι το σπίτι που γεννήθηκα. Είναι πιο μεγάλο και έχει 4 υπνοδωμάτια, ενώ εκείνο που γεννήθηκα είχε μόνο δύο και μέναμε στο ίδιο εγώ με τα αδέρφια μου. Τώρα έχουμε ένα για τη μαμά, ένα για το μπαμπά και ένα για τον καθένα μας. Είμαστε πιο άνετα τώρα, αφού ο αδερφός μου πέθανε. Λυπηθήκαμε πολύ όταν αρρώστησε από τη βροχή, αλλά τουλάχιστον τώρα έχω το δωμάτιο όλο δικό μου.

  Στο σπίτι που μένω έχει πιο μεγάλο σαλόνι με πολλά ωραία έπιπλα που αρέσουν στη μαμά μου, αλλά του μπαμπά μου του αρέσει μόνο ο καναπές και το άλλο που βάζουμε την τηλεόραση. Του αρέσει επίσης εκείνο το σκαμνάκι με το κόκκινο ύφασμα και βάζει τα πόδια του με τα παπούτσια του πάνω όταν δεν είναι εκεί η μαμά γιατί δεν του φωνάζει τότε.

 Η κουζίνα μας είναι επίσης μεγάλη και αρέσει πολύ στη μαμά μου, γιατί έχει πολλά εργαλεία και της αρέσει που μπορεί να τα βάζει σε αλφαβητική σειρά. Καμιά φορά τα βάζει με βάση το μέγεθος και τότε τσακώνεται με το μπαμπά άμα τα μετακινήσει και μας βάζει να τη λέμε Τζούλια, αλλά κανονικά τη λένε Μάρθα. Μια φορά ρώτησα το μπαμπά μου γιατί μας βάζει να τη λέμε έτσι και γιατί όταν τη λένε Τζούλια αλλάζει τη θέση στα έπιπλα, αλλά αυτός μας είπε κάτι για την αδερφή της και την έβαλε να κοιμηθεί στο υπόγειο. Φαίνεται εκεί έχει το δωμάτιό της η Τζούλια, οπότε το σπίτι μας έχει 5 υπνοδωμάτια.

 Δεν έχω δει ποτέ το υπόγειο, αλλά του μπαμπά μου πρέπει να του αρέσει αυτό το μέρος, επειδή περνά εκεί πολλές ώρες και καμιά φορά ακούμε να βάζει δυνατά τη μουσική, οπότε εκεί πρέπει να έχει τις παλιές του κασέτες, επειδή όταν τον ρωτήσαμε μας είπε πως εκεί έχει ένα παλιό στερεοφωνικό και βαριέται να το ανεβάζει επειδή είναι πολύ μεγάλο και πάει εκεί για να μην το ενοχλεί η μαμά μας όταν θέλει να ακούσει μουσική, αλλά εγώ νομίζω ότι λέει ψέματα, επειδή όποτε ξανανεβαίνει είναι αναμαλλιασμένος και γεμάτος χώματα και μετά παίρνει τη μαμά μου και πάνε στο υπνοδωμάτιο ενός από τους δύο και τσακώνονται, επειδή τους ακούω να φωνάζουνε. Μι φορά ο μπαμπάς μου βγήκε έξω, με τη μαμά μου να τον κυνηγά και πήρε ένα από τα μαχαίρια της που τα ‘χε σε αλφαβητική σειρά και φώναζε για την πουτάνα τη Τζούλια. Ο μπαμπάς μου πρέπει να είπε κάτι για τη Τζούλια στη μαμά μου και να μπερδεύτηκε, μάλλον επειδή δεν πρόσεξε πώς ήταν τακτοποιημένα τα μαχαίρια.

 Στο σπίτι μας έχουμε επίσης μια μεγάλη σοφίτα, με ένα πολύ μεγάλο στρογγυλό  παράθυρο που η μαμά μου (η Μάρθα) μας λέει ότι το λένε φεγγίτη και μαζευόμαστε εκεί και κοιτάμε απέξω όταν δεν έχει τίποτα στην τηλεόραση. Παλιά, μαζευόμαστε στο παράθυρο της βεράντας με το μπαμπά και τη μαμά και τα δύο αδέρφια μου (μαζί με αυτόν που πέθανε) και κοιτάγαμε να πέφτουν οι στάχτες από τον ουρανό στην πόλη, μαζί με τη βροχή. Καμιά φορά βλέπαμε ακόμη ανθρώπους να τρέχουν μέσα στα σπίτια τους να καλυφθούν από τη βροχή, αλλά στο τέλος, όλοι έμεναν μέσα στα σπίτια τους όπως και εμείς και δεν κυκλοφορούσαν έξω. Αυτό είναι καλό, γιατί συνήθως το πρωί έπρεπε να τους μαζεύουμε με το μπαμπά από την αυλή και βρωμάγανε και έσπαγαν μέσα στα χέρια μας και γινόμασταν χάλια και η μαμά μου φώναζε και τσακωνόταν με το μπαμπά μου.

 Μας αρέσει να κοιτάζουμε την πόλη έξω, επειδή τα μεγάλα κτήρια στέκονται ακόμη και ο ήλιος περνά μέσα από τα τζάμια και μοιάζουν σν τεράστιες φλογέρες. Μια φορά είχαμε πάει εκεί και ακούγαμε τον αέρα να περνά από μέσα και ήταν σαν να παίζει ο θεός φλογέρα, όπως έλεγε ο αδερφός μου. Μάλλον ο θεός πρέπει αν έπαιζε πολύ καλά φλογέρα, γιατί μετά άρχισε να βρέχει και δεν προλάβαμε να γυρίσουμε σπίτι και ο αδερφός μου μού έδωσε το παλτό του για να καλυφθώ και αυτόν τον πέτυχε η βροχή και μετά τον φέραμε στο σπίτι μέσα στο παλτό του και τον θάψαμε.

 Το νέο μου σπίτι είναι πιο μεγάλο από το παλιό μου, αλλά το παλιό μου άρεσε πιο πολύ. Στο καινούριο σπίτι έχουμε ησυχία το βράδυ, αλλά καμιά φορά ακούμε κάτι να γουργουρίζει κάτω από τις σκάλες τη νύχτα και καμιά φορά ο αδερφός μου ξυπνάει και φωνάζει και η Μάρθα (και καμιά φορά η Τζούλια) έρχεται και του λέει να βγάλει το σκασμό. Αλλά κάθε φορά ο αδερφός μου ξεχνάει πού τον έβαλε, οπότε κάνει λίγη ώρα μέχρι να σταματήσει να φωνάζει. Όταν ρωτάμε το μπαμπά τι είναι αυτό που γουργουρίζει μας λέει ότι δεν είναι τίποτα και μετά μας λέει να μην πάμε κάτω από τις σκάλες.
Εγώ πάλι δεν το καταλαβαίνω αυτό. Άμα δεν έχει τίποτα, γιατί πάει και βάζει τόσα λουκέτα κάτω από τις σκάλες;  Και γιατί η μαμά μου (και η Τζούλια) δε μας αφήνουν να τελειώσουμε το φαγητό καμιά φορά, όταν  το γουργούρισμα γίνεται πιο δυνατό;

  Μια μέρα πήγαμε με τον αδερφό μου στην πόρτα και τη χτυπήσαμε, αλλά δεν πήραμε απάντηση. Μάλλον τελικά δεν υπήρχε τίποτα κάτω από τις σκάλες. Όταν όμως το είπαμε στο μπαμπά, μας έριξε ένα χέρι ξύλο ‘γιατί ξέρουμε εμείς’ και μετά πήγε και κοίταξε μέσα στην πόρτα και τσακώθηκε με τη μαμά μου, που μετά δε μας έδωσε να φάμε μεσημεριανό και πήγε και το πέταξε μέσα σε μια τρύπα στην πόρτα.

 Αφού έγινε αυτό, ο αδερφός μου πήγε να δει μια μέρα και έβαλε το χέρι του μέσα στην τρύπα, γιατί άμα δεν είχε τίποτα, δε θα πάθαινε τίποτα, αλλά μετά άρχισε να κλαίει και όταν έβγαλε έξω το χέρι του είχε μόνο τρία δάχτυλα και έτρεχε αίμα και φώναζε και ήρθε η μαμά και ο μπαμπάς, που ήταν καλυμμένος με χώματα και τη μαμά τη λέγανε Τζούλια και δέσανε το χέρι του και πάλι δε φάγαμε μεσημεριανό ούτε βραδινό.

 Στο δωμάτιό μου όμως έχουμε μία τρύπα που πάει μέσα στην κουζίνα και από εκεί καμιά φορά ακούω τη μαμά μου ή τη Τζούλια. Και καθόμουν εκεί μια μέρα, όταν άκουσα τη μαμά και το μπαμπά να λένε ότι τελειώνει το φαί και να μιλάνε ψιθυριστά, αλλά ήθελαν να φωνάξουν και η μαμά έλεγε ότι τα παιδιά δεν είναι δικά της, αλλά της Τζούλια και ως της χάλασε τη ζωή και ο μπαμπάς της είπε ότι ήταν τρελή και δεν την άντεχε άλλο και ότι ο κόσμος τελείωσε, αποδέξου το μωρή καριόλα και άλλα τέτοια. Είπε λοιπόν στη μαμά μου ότι τρώμε πολύ φαΐ και πρέπει να μας ξεφορτωθούνε. Είπανε ότι ο αδερφός μου είχε χτυπήσει άσχημα και δε θα έβγαζε τη νύχτα και μέχρι να αναρρώσει θα έτρωγε πιο πολύ φαΐ και δε θα πέθαινε έτσι. Και η μαμά μου και η Τζούλια συμφώνησαν και είπαν εντάξει, ας τα ξεφορτωθούμε.

 Τότε εγώ πήγα και το είπα στον αδελφό μου και πήγαμε , μαζί κρυφά στο υπόγειο, όταν κοιμούνταν οι γονείς μας και κρατήσαμε την ανάσα μας και ανοίξαμε τις φιάλες με το γκάζι και πήραμε τη μεγάλη ψαλίδα του μπαμπά που είχε για να κόβει το κρέας, που το είχε τυλιγμένο σε μαύρες σακούλες στο μεγάλο ψυγείο στο υπόγειο και κόψαμε τις αλυσίδες και τα λουκέτα και ανοίξαμε την πόρτα κάτω από τις σκάλες και μετά φύγαμε από το σπίτι. Αποφασίσαμε να πάμε πίσω στο παλιό μας σπίτι, που ήταν πιο μικρό, αλλά τώρα που θα πέθαιναν οι γονείς μας θα είχαμε όλο το χώρο δικό μας.

 Ακούσαμε τη Τζούλια και το μπαμπά να φωνάζουν από μέσα από το σπίτι και μετά ο μπαμπάς πρέπει να έβγαλε την καραμπίνα του ή κάτι τέτοιο, επειδή η Τζούλια φώναξε «Όχι! Τα κωλόπαιδα άναψαν το γκάζι!»  το σπίτι πήρε φωτιά και ανατινάχτηκε και ακούσαμε και κάτι άλλο που ούρλιαζε και δεν ήταν η Τζούλια ή ο μπαμπάς. Λυπηθήκαμε λίγο που το κάναμε αυτό, αλλά άμα δεν το κάναμε εμείς θα μας τρώγανε η μαμά ή ο μπαμπάς ή το τέρας, γιατί αυτό πρέπει να ‘ταν.

 Γυρίσαμε μετά στο σπίτι μας και είμαστε ακόμη μαζί με τον αδερφό μου, μένουμε πια σε χωριστά δωμάτια, αλλά το φαγητό τελειώνει και ο αδερφός μου δεν είναι  καλά και θα πεθάνει μάλλον σε λίγο, οπότε θα έχω πιο πολύ.

Post a Comment

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου