Πολλά χρόνια πριν, τον καιρό που ακόμη βρίσκαμε λύσεις μόνο στον πόλεμο και ο λόγος είχε δώσει τη θέση του στη βία, όταν η κόψη του σπαθιού μετρούσε περισσότερο από αυτή της γλώσσας, στη Χώρα των Καλαμώνων, όπου ο ήλιος ανατέλλει πρώτα και οι αγροί παίρνουν το απαλό χρώμα του ηλιοβασιλέματος στο πρώτο φως, οι κερασιές έχουν το χρώμα του από καιρού παλιωμένου αίματος, που χύνεται για ιδανικά και αρχές γύρω από το σπαθί, εκτυλίσσεται αυτή η ιστορία.
Σε αυτό τον τόπο, όταν ήταν χωρισμένος σε επαρχίες που πολεμούσαν, θυσιάζοντας τη νιότη τους για μια πιθαμή γης, με προσωρινές συμμαχίες και προδοσία, ξεκινά αυτό το ταξίδι. Εκεί, στις βορινότερες εκείνες περιοχές, μέσα στους ορυζώνες, ένας άνδρας μοχθούσε για να ζήσει. Δεν είχε επιλέξει αυτό το επάγγελμα, που του είχε δοθεί από τον πατέρα του και από τους προγόνους του, αλλά ούτε και ένιωθε ευγνώμων για αυτό. Ζούσε μία δύσκολη ζωή, ασκώντας κάτι που δεν είχε επιλέξει και κάτι τέτοιο, για έναν άνθρωπο, μπορεί να είναι χειρότερο και από τη σκλαβιά.
Καθώς λοιπόν γύριζε στην καλύβα του, ο άνδρας είδε μία μικρή αλεπού, που έτρεχε αλαφιασμένη στους θάμνους. Γρήγορη σαν βέλος, μία κόκκινη θολούρα, σταμάτησε μπροστά του, καθώς της έκλεινε τον δρόμο. Γύμνωσε τα δόντια της να τον απειλήσει, όταν από μακριά αντήχησε ο καλπασμός αλόγων. Ήταν το κυνήγι του νταϊμύο, που ερχόταν, με σκυλιά και τόξα, να την πιάσει. Προτού σκεφτεί τι έκανε, ο χωρικός έκανε στην άκρη και η αλεπού έπεσε μέσα στους θάμνους. Ένα μόνο θρόισμα απέμεινε που δήλωσε την παρουσία της, πριν χάσει κάθε ίχνος της.
Τα μυώδη και δυνατά άλογα των κυνηγών έκαναν έναν κύκλο γύρω από τον άνδρα, τινάζοντας τις χαίτες τους. Τα σκυλιά γρύλιζαν και γάβγιζαν το ένα στο άλλο, σαν να προσπαθούσαν να βρουν τον υπαίτιο της αποτυχίας αυτής και ο νταϊμύο κοίταξε τον χωρικό, με μάτια σαν χάντρες, που έλαμπαν από θυμό και λαιμαργία.
«Εσύ!» βροντοφώναξε «είδες εδώ γύρω μία αλεπού; Επειδή θέλω για το τρίχωμά της, αλλά την έχασα! Είδες κάτι;»
Ο χωρικός παρέμεινε σιωπηλός, κρύβοντας το πρόσωπό του πίσω από τις σκιές του ψάθινου καπέλου του. Το πρωτοπαλίκαρο του φεουδάρχη, εκνευρισμένος από αυτή την πρωτοφανή έλλειψη σεβασμού, τράβηξε το σπαθί του και το έφερε κάτω, κόβοντας το καπέλο και σταματώντας μια ανάσα πριν να ανοίξει το κεφάλι του. Όταν ο απόηχος του σπαθιού έσβησε, το καπέλο έπεσε κάτω, αλλά ο χωρικός παρέμεινε σιωπηλός.
«Μάλλον είναι μουγκός, άρχοντά μου. Αλλιώς δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος χωρικός με την καρδιά να μη μιλήσει μετά από αυτό» γρύλισε ο σπαθοφόρος.
Τα μάτια του φεουδάρχη στένεψαν και έφτυσε στα πόδια του χωρικού γυρνώντας την πλάτη.
«Ας φύγουμε από εδώ. Υπάρχει καλύτερο κυνήγι αλλού»
Και σαν ένας, ο όχλος έφυγε, γαβγίζοντας και φωνάζοντας, για να ξεσπάσουν ενάντια σε κάθε τι που βρισκόταν στο διάβα τους, σαν άμυαλα δαιμόνια.
«Μπορείς να βγεις τώρα» είπε ο άνδρας, κοιτώντας τους θάμνους, όπου τα λαμπερά μάτια της αλεπούς τον κοιτούσαν με τη σοφία ενός πονηρού πλάσματος σαν αυτό που ήταν, υπολογίζοντας ακόμη και τον ρυθμό της ανάσας του. Βγήκε έξω και κάθισε μπροστά του. Όταν άνοιξε το στόμα της, μίλησε με ανθρώπινη φωνή.
«Βοήθησες ένα πνεύμα αλεπού, έναν γελωτοποιό και ταραξία ακόμη και ανάμεσα στα πνεύματα. Εσύ, πού είσαι χωρικός, πριν από όλους, θα έπρεπε να με είχες προδώσει»
«Θεωρώ ότι εσύ, πριν από κάθε άλλο, θα αναγνωρίζεις την χαρά της ελευθερίας. Επειδή ό,τι κάνεις, είναι δική σου επιλογή, κάτι που δεν έχω εγώ. Δεν έχω κανέναν λόγο να βοηθήσω αυτόν που θα υπηρετώ άθελά μου για όση ζωή μου μένει…»
Η αλεπού έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά χαμογέλασε, τα μάτια της αλλάζοντας στο χρώμα του αχάτη.
«Για αυτή σου λοιπόν την πράξη, αλλά πιο πολύ για την ειλικρίνειά σου, θα σε ανταμείψω. Επειδή δεν βλέπω συχνά ειλικρινείς ανθρώπους στον καιρό μου» και με αυτά τα λόγια, χάθηκε στους θάμνους, για να επιστρέψει μετά από λίγο, κρατώντας στα δόντια της ένα πουγκί και ένα σφυράκι, λίγο μεγαλύτερο από μία παλάμη. Τα απόθεσε στα πόδια του και ύστερα κάθισε, σταυρώνοντας τα μπροστινά της πόδια σαν άνθρωπος.
«Το πουγκί περιέχει μέσα τόσα χρήματα, αρκετά για να αγοράσεις όχι μόνο τον τίτλο του σαμουράι, αλλά και τη γη από τον φεουδάρχη και αφέντη σου. Το σφυρί θα σε κάνει με τη σειρά του ονομαστό στην τέχνη που θα επιλέξεις, αλλά θα έχεις ελάχιστο χρηματικό κέρδος από αυτό. Μπορείς να πάρεις μόνο ένα»
Ο χωρικός έξυσε το κεφάλι του, υπολογίζοντας τις επιλογές του. Το πουγκί είχε τόσα χρήματα που θα τον έκαναν φεουδάρχη, κύριο χιλίων εκταρίων γης. Θα έριχνε τον νταϊμύο στους ορυζώνες, και το δικό του πρωτοπαλίκαρο θα έκοβε στα δύο το καπέλο του. Θα είχε τρεις γυναίκες και θα ζούσε βουτηγμένος στα πλούτη.
Αλλά το σφυρί θα του έδινε θρυλική ικανότητα σε μία τέχνη που θα διάλεγε. Θα γινόταν ονομαστός και θα θυμούνταν το όνομά του χάρη σε αυτό. Εκεί που τα πλούτη δε θα έφταναν, θα ακουγόταν το όνομά του και όταν θα πέθαινε, θα γινόταν τραγούδι, αντί να περνά μόνος του την κρύα μεταθανάτια ζωή του.
«Θα πάρω το σφυρί» είπε και σε απόκριση η αλεπού χαμογέλασε.
«Πρωτότυπη η επιλογή σου, χωρικέ. Σπάνια βλέπω κάποιον που να μοιράζεται τη ζωή σου και να μην είναι κοντόφθαλμος. Μην ξεχνάς όμως, την ιδιαιτερότητα του δώρου μου. Θα γίνεις ξακουστός, αλλά μόνο σε μία τέχνη που θα επιλέξεις. Μην χαραμίσεις αυτή την επιλογή»
«Θα το λάβω σοβαρά υπόψη μου, γελωτοποιέ. Σε ευχαριστώ»
«Με ευχαριστείς; Δεν υπάρχει τίποτα για να με ευχαριστήσεις, άνθρωπε. Μπορεί να τα πούμε και πάλι, αλλά τότε θα σου έχω ρημάξει την αποθήκη, ή θα σου έχω σκορπίσει τις κότες. Δεν θα με ευχαριστείς τότε»
«Αλλά ούτε και θα σου κρατώ κακία. Είναι οι επιλογές μας»
Η αλεπού κάθισε κάτω, και με ένα σάλτο, είχε χαθεί, εξίσου απότομα όπως είχε εμφανιστεί, παίρνοντας το πουγκί μαζί της. Και ο άνδρας κοίταξε το σφυρί, που ήταν ένα κομψοτέχνημα, αλλά στο μέγεθος παιχνιδιού για μωρά, παρά για τα δικά του, τεράστια χέρια. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι μπορεί η αλεπού να τον ξεγέλασε, αλλά αποφάσισε να δοκιμάσει προτού καταλήξει σε συμπεράσματα.
Έτσι λοιπόν, έφτασε στο χωριό του, και αντίκρισε τη δημοσιά, γεμάτη με κόσμο, που έτρεχαν και περπατούσαν, γελούσαν και φώναζαν, τα παιδιά μικροί φάροι ξενοιασιάς μέσα στη θάλασσα των ανησυχιών των ενηλίκων. Χτίστες έστηναν ένα καινούριο σπίτι, ξεφυσώντας και φωνάζοντας εντολές, ανταλλάσσοντας βρισιές και κοφτές συζητήσεις. Ο χωρικός σκέφτηκε για λίγο να ακολουθήσει το δρόμο του χτίστη, αλλά άλλαξε τη γνώμη του. Δεν υπήρχε κάτι για να ξεχωρίσεις σαν χτίστης και ήξερε ότι περίμενε περισσότερα από τη ζωή του από το να χτίζει παγόδες και μέρη για να μένουν οι πολέμαρχοι και οι φεουδάρχες.
Συνέχισε λοιπόν τον δρόμο του, προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι που θα του ταίριαζε, όταν από την άλλη πλευρά, ήρθε στα αυτιά του η κλαγγή του μετάλλου. Γύρισε τα μάτια του και είδε τότε τα καμίνια του σιδηρουργείου να βρυχώνται, και ο οπλουργός, μαζί με έναν νεαρό μαθητή του, να τραβά από την φλόγα μία λεπίδα, ακόμη κόκκινη σαν αίμα και να την ακουμπούν στο πέτρινο αμόνι. Έφερε το σφυρί του πάνω στο μέταλλο, στέλνοντας σπίθες σε κάθε κατεύθυνση, που φώτισαν το πρόσωπό του, ένας χορός από χίλια παιχνιδιάρικα πνεύματα, προτού χαθούν. Και κάθε χτύπημα είχε τον δικό του ήχο, κάθε ένα μετέφερε ένα μέρος των γνώσεων και της ψυχής του οπλουργού στο μέταλλο.
Όταν τελικά ξεδίψασαν τη λάμα σε έναν κουβά με νερό, ο άνδρας φάνηκε πως άκουσε το κλάμα ενός νεογέννητου, σαν το σπαθί να έπαιρνε την πρώτη του ανάσα, περνώντας από τον κόσμο των ιδεών στην τωρινή του μορφή. Έδεσαν το σπαθί με τη λαβή και ο άνδρας που περίμενε πιο πέρα, ο αγοραστής του σπαθιού, το σήκωσε στον αέρα, δοκιμάζοντας μερικές προσποιήσεις. Και η κόψη του σπαθιού είχε το χρώμα του ασημιού, οι ρευστές του κινήσεις του έδιναν μία απόκοσμη χάρη. Στα μάτια του άνδρα, το σπαθί αυτό ενσωμάτωνε το τι ήθελε να γίνει, τι κάθε άνθρωπος όφειλε να γίνει. Το αποτέλεσμα των ονείρων του.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, παρουσιάστηκε στον οπλουργό.
«Θέλω να δουλέψω εδώ»
Ο οπλουργός γέλασε, χτυπώντας την κοιλιά του.
«Εσύ; Δεν παραείσαι μεγάλος για τέτοια πράγματα;»
«Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ!»
«Δεν είναι εύκολη δουλειά και εσύ φαίνεται να μην ξέρεις από τέτοια! Έχεις χέρια και στάση αγρότη!»
«Δοκίμασέ με, τότε! Και αν αποτύχω, θα φύγω και δεν θα με δεις πια!»
Ο σιδηρουργός τότε έκανε νόημα στον μαθητή του, και η φωτιά βρυχήθηκε, έτοιμη να σμιλεύσει και πάλι. Πήρε ένα κομμάτι από ατσάλι και το έδειξε στον χωρικό.
«Για να σε δω λοιπόν!»
Πήρε το μέταλλο και το έβαλε στη φωτιά, μιμούμενος την κίνηση που είχε δει από τον δρόμο. Σταδιακά, το ατσάλι έγινε κόκκινο, και ένιωσε τη θερμότητα να σκαρφαλώνει, μυριάδες μικρά ερπετά που ζητούσαν να δαγκώσουν τα χέρια του. Τράβηξε το μέταλλο, και πήρε το σφυρί που του είχε δώσει το πνεύμα, αλλά δεν έδωσε σημασία στα πειράγματα και στα γέλια του οπλουργού και του μαθητή του. Χτύπησε το μέταλλο, και άκουσε την πρώτη του νότα να βγαίνει, πλαισιωμένη με γαλάζιες σπίθες, ενώ η επιφάνεια της λεπίδας κυμάτισε, σαν την ταραγμένη επιφάνεια μιας λίμνης. Χτύπησε και πάλι, ακόμη πιο σίγουρος, νιώθοντας το εργαλείο του να συμπληρώνει τις κινήσεις του, ώσπου πια κινούνταν με χάρη τέτοια και σιγουριά που το όπλο έπαιρνε μορφή όπως το φανταζόταν.
Όταν τελείωσε, και έβγαλε την κρύα λεπίδα από το νερό, ο οπλουργός είχε μείνει άφωνος.
«Λοιπόν; Είναι αρκετά καλό;»
«Μα την πίστη μου, καλό δεν είναι αρκετό να το περιγράψω! Πού έμαθες να φτιάχνεις τέτοια όπλα;»
«Δεν έμαθα. Ανακαλύπτω»
Ο οπλουργός σήκωσε το φρύδι του και γέλασε.
«Προσλαμβάνεσαι, λοιπόν! Αλλά πες μου το όνομά σου, γιατί δεν κάνει να σε προσφωνώ μόνο αφέντη!»
«Με λένε Μασαμούν»
Στην άλλη πλευρά του νησιού ένας άλλος άνδρας έτρεχε ανάμεσα στις καλαμιές, αλλά δεν ήταν γιατί δούλευε εκεί. Ζητούσε να ξεφύγει, καθώς τον κυνηγούσαν, ώστε να τον τιμωρήσουν για μια δολοφονία που είχε διαπράξει.
Ο φυγάς είχε σχεδόν ξεχάσει ο όνομα όποιου είχε σκοτώσει. Στα χρόνια του, είχε διαπράξει περισσότερες ατιμίες από όσες δέκα άνθρωποι μαζί και είχε σκοτώσει άλλους, τόσο στον πόλεμο, όσο και έξω από αυτόν. Για αυτόν το σπαθί ήταν ένα μέτρο υπεροχής και δύναμης, μετρώντας την αξία του στην κόψη του και όχι σε αυτό που κρυβόταν πίσω του.
Διέσχιζε τρέχοντας τον αγρό, ακούγοντας τους διώκτες του, συγγενείς του θύματός του, να τον αναζητούν. Ένας πετάχτηκε μπροστά του, ένα παιδαρέλι το πολύ στην εφηβεία και του έκοψε τον λαιμό, προτού καν αντιδράσει, μουσκεύοντας το χώμα με το αίμα του. Πλησίασε για να του αρπάξει τα υπάρχοντα, όταν πρόβαλε ένα φίδι, με πράσινες φολίδες και μάτια που έλαμπαν με μία κακία αρχαιότερη από τη δική του.
«Με ξεδίψασες» σφύριξε το φίδι με φωνή ανθρώπινη «με κάτι που δύσκολα πια βρίσκω. Μου έδωσες το αίμα ενός νεαρού ανθρώπου που δεν είχε πάρει ακόμη ζωή και αυτό είναι σπάνιο τρόπαιο για εμένα. Και για αυτή σου τη χάρη, ζητώ να σε ανταμείψω, άνθρωπε»
«Τι μπορείς να μου προσφέρεις λοιπόν, φίδι, που να αξίζει τον κόπο; Γιατί με καθυστερείς και αν με πιάσουν, θα γυρίσω από την κόλαση να σε στοιχειώσω!»
«Δεν θα σε βρουν. Το αίμα του νεαρού θα καλύψει εμάς τους δύο και όταν θα μπορούν να σε δουν πάλι, θα έχει ανατείλει η επόμενη μέρα»
Ο άνδρας θηκάρωσε το σπαθί του και κάθισε κάτω.
«Σε ακούω, τι δώρα είναι αυτά;»
Το φίδι σύρθηκε πίσω, με τη γλώσσα του να προβάλλει, και χάθηκε. Όταν γύρισε, έφερνε στο στόμα του ένα μαργαριτάρι τέλειο, στο μέγεθος ανθρώπινης γροθιάς και έσερνε πίσω του μία ξεραμένη ανθρώπινη καρδιά. Τα απόθεσε μπροστά του.
«Το μαργαριτάρι θα σε κάνει πάμπλουτο, καθώς η αξία του δε μετριέται ούτε σε ανθρώπινες ζωές. Αλλά η καρδιά θα μεταφέρει την πρόθεσή σου σε όποιο σπαθί δημιουργήσεις, επειδή βλέπω στα μάτια σου το βλέμμα του δολοφόνου και τα ρούχα σου μυρίζουν αίμα πολύ παλιότερο από αυτό του νεαρού. Αν βάλεις την καρδιά σε μια φωτιά και σε αυτή σφυρηλατήσεις ένα σπαθί, η λάμα θα γίνει αυτό που επιθυμείς»
Ο φυγάς σκέφτηκε λοιπόν. Το μαργαριτάρι (που είχε κλέψει πολλά για να είναι σε θέση να τα εκτιμήσει) ήταν στα αλήθεια ανεκτίμητο και θα μπορούσε να εξαγοράσει την αθώωσή του. Θα ζούσε άρχοντας, πλαισιωμένος από άλλους υπηρέτες, όμως αυτή η ζωή, που θα τον απάλλασσε από εχθρούς, απλώς θα του έδινε νέους, που δε θα έφτανε το σπαθί για να τους νικήσει. Αλλά η καρδιά του φαινόταν ανεκτίμητο απόκτημα. Γιατί αν έλεγε αλήθεια το φίδι, τότε θα μπορούσε να φτιάξει σπαθιά που θα ήταν τέλειες φονικές μηχανές, ικανά να τον κάνουν πιο ξακουστό και από τον Μουσάσι!
Πήρε λοιπόν την καρδιά και την έχωσε μέσα στον μανδύα του.
«Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να σε ευχαριστήσω ή να σε κόψω στα δύο, φίδι…»
«Κάνε όπως επιθυμείς. Αλλά να ξέρεις, ότι θα φτάσει η μέρα να εισπράξω την πληρωμή μου»
Ο άνδρας γέλασε, και έφυγε, απαρατήρητος από τους διώκτες του. Σταμάτησε στην κοντινότερη πόλη και εκεί έπιασε δουλειά σαν σιδηρουργός, θέλοντας να δοκιμάσει το απόκτημά του. Όταν λοιπόν οι άλλοι δεν πρόσεχαν, έβαλε την καρδιά μέσα στο καμίνι του, και πύρωσε τη λεπίδα. Αλλά αντί η φωτιά να της δώσει χρώμα κόκκινο, την είχε κάνει μαύρη, στο χρώμα της ψυχής του. Χαμογελώντας, ο φονιάς χτύπησε μια φορά τη λεπίδα, που ήχησε σαν την ικεσία ενός αιχμαλώτου. Δεν πήδηξαν όμως σπίθες, αλλά η επιφάνεια κινήθηκε, σαν ένα ολόκληρο χαλί από φίδια, που ύστερα έγιναν ένα με το μέταλλο. Όταν τελικά έριξε τη λεπίδα στο νερό, ακούστηκε το γέλιο ενός μανιακού, καθώς η λεπίδα ξυπνούσε στη σκέψη του δημιουργού της.
Ο σαμουράι που την πήρε, αυτοκτόνησε μερικές μέρες αργότερα, αφού πήρε τη ζωή του καλύτερού του φίλου. Και ο Μουρασάμε, γιατί αυτό ήταν το όνομά του, έφτιαξε ακόμη πιο φονικά σπαθιά.
Και οι μέρες έγιναν εβδομάδες, που κύλησαν σε μήνες, που έγιναν χρόνια και άπλωσαν τα μακριά τους φτερά, αλλάζοντας σε δεκαετίες. Οι δύο σιδηρουργοί έγιναν ακόμη πιο ονομαστοί, ο ένας σαν καλλιτέχνης και ο άλλος σαν δημιουργός φονιάδων. Αλλά ήταν τέτοιοι οι καιροί, που και οι δύο έγιναν εξίσου ονομαστοί. Ο πρώτος, στη μικρή ανάπαυλα της ειρήνης και ο άλλος, στην φρίκη του πεδίου της μάχης.
Και οι δυο τους κατέληξαν στο Έντο, την μεγαλύτερη πόλη, όπου φεουδάρχες και ξιφομάχοι αναζητούσαν τις υπηρεσίες τους. Μαθητές ήρθαν στο πλευρό τους, ζητώντας να μάθουν την τέχνη τους, σύντομα δημιουργώντας ολόκληρες σχολές και προτού το καταλάβουν, τα σπαθιά τους είχαν αρχίσει να επηρεάζουν τον πόλεμο.
Ώσπου ο νταϊμύο του Έντο, αποφάσισε να κηρύξει έναν διαγωνισμό στη σιδηρουργία. Έδωσε λοιπόν φιρμάνι, να καλέσει τους καλύτερους σιδηρουργούς στη χώρα, αλλά και πέρα από αυτή, για να δουν την τέχνη τους. Υπήρξαν πολλοί που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα αυτό, όχι μόνο από την χώρα, αλλά και από το Ντογκυούνγκ, την Ανθισμένη Χώρα και ακόμη πιο πέρα, την Κορέα, όπου ζούσαν άνδρες ικανοί να σκοτώσουν κάποιον με ένα άγγιγμά τους.
Τα σπαθιά ήταν πολλά που παρουσιάστηκαν, το κάθε ένα κάτι ξεχωριστό. Άλλα ήταν σπαθιά που έσκιζαν τον αέρα με τέλεια μουσική και άλλα ήταν φτιαγμένα από καθαρό γυαλί. Μερικά είχαν λεπίδες με απίστευτα σχήματα, και άλλα ήταν ευλύγιστα και ύπουλα σαν μαστίγια. Αλλά από όλα τα σπαθιά, εκείνα που ξεχώρισαν ήταν του Μασαμούν και του Μουρασάμε.
Το σπαθί του πρώτου είχε γκρίζα λεπίδα, αλλά η κόψη του έλαμπε σαν χρυσός και του άλλου η κόψη ήταν μαύρη σαν την άναστρη νύχτα. Και, αν και τα δυο ήταν πιο εξαιρετικά από κάθε άλλο, κανείς δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο ήταν καλύτερο. Ο άρχοντας λοιπόν, πήρε το σπαθί του Μουρασάμε και με αυτό, έσκισε την επιφάνεια ενός ρυακιού. Το νερό μέριασε, καθώς το κόψιμο το χώρισε στα δύο και συνεχίστηκε ως κάτω, ενώ συνέχιζε να κυλά, γύρω από το σημείο από όπου είχε περάσει το σπαθί.
Μετά, διέταξε να χτυπήσουν τα φύλλα μιας κερασιάς, ρίχνοντας μία κουρτίνα από λευκό και ροζ. Σήκωσε το σπαθί του Μασαμούν, που διέσχισε τον αέρα, παρασέρνοντας κάθε φύλλο, τυλίγοντάς το με έναν μανδύα από φύλλα. Κατέβασε το σπαθί, και αυτά χόρεψαν για λίγο, ένα ονειρικό σύννεφο πριν πέσουν και πάλι κάτω. Μετά από αυτή την εξαιρετική επίδειξη, υπήρχε περισσότερη δυσκολία να αποφασίσουν τον καλύτερο. Έτσι, το βραβείο δόθηκε και στους δύο. Αλλά ο Μουρασάμε, που ήταν εκεί, διαμαρτυρήθηκε.
«Τι λέτε τώρα; Είναι δυνατόν το δικό μου σπαθί να συγκριθεί με αυτό του Μασαμούν; Το δικό μου είναι ένα όπλο για μάχη, όχι για επιδείξεις! Εγώ δεν απέρριψα την πρόσκλησή σας όπως αυτός και δεν φτιάχνω σπαθιά για να τα κρεμάτε με τις πανοπλίες σας στη γωνία! Το ξέρετε ότι αυτός φτιάχνει τα όπλα του με ένα μωρουδίστικο σφυράκι;»
«Ο διαγωνισμός αυτός, τιμημένε Μουρασμάμε, αφορά μόνο την ικανότητα του δημιουργού, όχι την κοινωνική του επιδεξιότητα. Ο Μασαμούν δεν εμφανίστηκε, αλλά έστειλε τον αντιπρόσωπό του και ακόμη πιο σημαντικό, το όπλο του. Κριθήκατε ισάξιοι» είπε ο νταϊμύο.
«Αρνούμαι να αποδεχτώ αυτή την κρίση! Τα δικά μου όπλα είναι όπλα που χαρίζουν νίκη, όχι θέαμα! Προκαλώ αυτό τον τσαρλατάνο, να κρίνουμε τα όπλα μας!»
Για λίγο, το πλήθος άρχισε να βουίζει σαν μελίσσι και ο απεσταλμένος του σιδηρουργού πάνιασε, αλλά ο άρχοντας του Έντο επέβαλλε σιωπή με ένα νεύμα.
«Πολύ καλά» απάντησε «αλλά δεν θα δεχτώ αιματοχυσία. Η μάχη θα είναι μία αντιπαράθεση ικανοτήτων, όχι σπαθιών» στράφηκε στον απεσταλμένο του Μασαμούν «πες στον δάσκαλό σου ότι αύριο, πριν την ώρα του Πιθήκου, πρέπει να είναι εδώ, για να υπερασπιστεί τον τίτλο του»
Το πρωί εκείνο λοιπόν, οι δυο σιδηρουργοί στάθηκαν στον τόπο που είχαν δοκιμαστεί τα σπαθιά, ο Μουρασάμε με το μαύρο του σπαθί τραβηγμένο και ο Μασαμούν με το δικό του θηκαρωμένο, στα χέρια του νεότερου από τους μαθητές του.
«Τι; Έφερες το μούλικο για να σε δει να ταπεινώνεσαι;»
Ο Μασαμούν απλά χαμογέλασε και στράφηκε στον άρχοντά του.
«Ζητώ την άδεια να ξεκινήσω πρώτος, όντας αυτός στον οποίο απευθύνεται η πρόκληση»
«Την έχεις, αν συμφωνεί και ο αντίπαλός σου»
«Ας κάνει ό,τι θέλει! Η νίκη μου είναι καθορισμένη!»
Ο Μασαμούν έκανε νόημα και οι μαθητές του έφεραν μία πλήρη πανοπλία, τα ρούχα μάχης των σαμουράι, που αν και ήταν ελαφριά, το κέλυφός τους ήταν αδιαπέραστο από άλλα σπαθιά. Τράβηξε λοιπόν το σπαθί και το έδωσε στο παιδί που ήταν μαζί του. Κράτησε στα χέρια του τη λεπίδα, τρέμοντας από άγχος, αν και ήταν ελαφριά σαν πούπουλο. Του έκανε νόημα να χτυπήσει.
Το παιδί έκανε ένα βήμα μπροστά και κατέβασε το όπλο, όμως το μόνο που ακούστηκε ήταν το σκίσιμο του αέρα. Η λεπίδα διέγραψε την τροχιά της, αλλά η πανοπλία δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα.
«Συγχαρητήρια, Μασαμούν! Έφτιαξες μια λεπίδα που σκίζει τον αέρα! Μήπως τώρα σκοπεύεις να φέρεις ένα βρέφος για να-»
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό, καθώς η πανοπλία έπεσε στο έδαφος, κομμένη διαγώνια, τα χείλη των κομματιών της απολύτως επίπεδα, σαν να ήταν έτσι εξαρχής φτιαγμένη. Οι συγκεντρωμένοι κοίταζαν το θέαμα αποστομωμένοι. Ο Μουρασάμε άφριζε από το κακό του. Έτρεξε σχεδόν προς τον κοντινότερο βράχο, έναν ογκόλιθο στο μέγεθος τριών αλόγων και τον χτύπησε με οργή. Η λεπίδα τον έκοψε, και έσπασε σε κομμάτια, στέλνοντας σκόνη και χαλίκια σε κάθε κατεύθυνση. Το πλήθος είχε πια χωριστεί, μπροστά στην τρτομερή αυτή επίδειξη. Υπήρχε μία σιωπή από καθαρή σαστιμάρα μπροστά στην δύναμη των δυο όπλων.
Ο Μασαμούν μίλησε στο παιδί.
«Πέμπτο κάτα»
Μία ξαφνιασμένη ανάσα βγήκα από το πλήθος. Το πέμπτο κάτα ήταν μία σχεδόν θρυλική τεχνική, που ακόμη και οι πιο ονομαστοί σαμουράι δεν είχαν τελειοποιήσει. Λεγόταν πως μπορούσε να κόψει ένα κλαρί σε δεκατρία κομμάτι πριν πέσει στο έδαφος. Το ότι ανάθετε κάτι τέτοιο στο παιδί ήταν καθαρό σημάδι αλαζονείας.
Έκανε νόημα στους υπηρέτες να κουνήσουν την κοντινή κερασιά, ρίχνοντας τα φύλλα της σαν βροχή στο παιδί, που άρχισε τις κινήσεις του, αδέξιες και αβέβαιες, που συμπληρώνονταν από το ίδιο το σπαθί. Χτυπούσε με ακρίβεια και με έναν συγχρονισμό που άλλοι θα χρειάζονταν χρόνια να επιτύχουν, χορεύοντας ανάμεσα στα φύλλα που έπεφταν, σχηματίζοντας νότες από τον ίδιο τον αέρα και τις κινήσεις του. Όταν τελείωσε, όλα τα φύλλα είχαν κοπεί στη μέση.
Ο Μουρασάμε ούρλιαξε από οργή και τίναξε το σπαθί του, σκίζοντας τον αέρα. Η ορμή του από μόνη της, διέσχισε τον αέρα, και έκοψε στη μέση τα ραβδιά που κρατούσαν οι κριτές στη σειρά, μερικά μέτρα παραπέρα. Το πλήθος πια φώναζε και καβγάδες ξεσπούσαν ανάμεσα στους παρευρισκόμενους.
Ο άρχοντας σηκώθηκε και πλησίασε τους δύο σιδηρουργούς. Πήρε στα χέρια του τα σπαθιά και τα σήκωσε στον αέρα.
«Το σπαθί του Μουρασάμε είναι ένα σπαθί για πόλεμο και νίκες, αυτό το έχουμε δει και οι καιροί μας είναι τέτοιοι που αυτό το όπλο ταιριάζει απόλυτα με το πνεύμα της τωρινής Ιαπωνίας. Το σπαθί του Μουρασάμε είναι ένα εργαλείο για ειρήνη, που ανήκει στα χέρια εκείνων που ζητούν πειθαρχία και αφοσίωση, όχι μάχες. Σαν άρχοντας, έχω το χρέος να διεξάγω έναν πόλεμο, αλλά και να οδηγήσω τον λαό μου στην ευημερία. Και οι δυο μου ευθύνες είναι εξίσου σημαντικές, όμως το κάθε σπαθί συμβάλλει μόνο σε μία. Για αυτό τον λόγο, αφήνω την κρίση σε εσάς, τους συγκεντρωμένους εδώ, να μου πείτε αν θα έπρεπε να διαλέξω ένα όπλο που θα κερδίσει μάχες ή ένα που θα διδάξει αρχές»
Το πλήθος άρχισε να βουίζει, καθώς ο λαός αποφάσιζε, σαστισμένος από την τροπή αυτή. Όταν τελικά ησύχασαν, ο γηραιότερος σηκώθηκε.
«Διαλέγουμε τη λεπίδα του Μασαμούν, γιατί είμαστε κουρασμένοι από τον πόλεμο και την απώλεια των νεαρών μας. Θέλουμε ανάπαυλα»
Ο Μουρασάμε άφριζε, αλλά είχε χάσει. Ο λαός πήρε στους ώμους του τον σιδηρουργό. Το Έντο θα έληγε τον πόλεμο, όπως και έμελλε να γίνει αργότερα. Η μαύρη του λεπίδα επιστράφηκε και ο δημιουργός της έφυγε την επόμενη ημέρα, με το δώρο του φιδιού, διαπράττοντας και πάλι τις παρανομίες του, παίρνοντας περισσότερες ζωές χάρη στο τρομερό του σπαθί. Σκόπευε να κάνει μια δική του συμμορία, οπλισμένοι όλοι με τέτοια σπαθιά, ικανοί να φέρουν πόλεμο σε ολόκληρη την χώρα και πέρα από αυτή.
Μερικούς μήνες μετά, ο Μουρασάμε έτρεχε και πάλι μέσα από τον ίδιο καλαμώνα όπως και πολλά χρόνια πριν, κυνηγημένος και πάλι για τις τρομερές του ανομίες, οι μαθητές του σκοτωμένοι από το ίδιο του το χέρι, οι αντίπαλοί του περισσότεροι από όσους είχε στην αρχή. Αλλά αυτή τη φορά, κανείς δεν είχε την καρδιά στα αλήθεια να τον αντιμετωπίσει, αφού το σπαθί του έκοβε τη σάρκα και το κόκαλο σαν να ήταν χαρτί. Όσοι τον είχαν πλησιάσει, είχαν πεθάνει και ένιωθε μία μαύρη χαρά για αυτό.
Σταμάτησε και πάλι στο ίδιο σημείο που είχε σταματήσει χρόνια πριν, αλλά δεν το αναγνώρισε. Πάτησε το φίδι, παρασυρμένος καθώς ήταν από την δίψα του για αίμα, και ένιωσε να καίγεται από μέσα του, καθώς το δάγκωμά του πνεύματος γέμισε τις φλέβες του με υγρή φλόγα. Έπεσε κάτω, σφαδάζοντας και αφρίζοντας, ενώ το μαύρο φαρμάκι ανέβαινε στο πόδι του, προς την καρδιά του. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει και η όρασή του γινόταν μία πανδαισία από χιλιάδες χρώματα. Καθώς οι αισθήσεις του τον άφηναν, ένιωσε το φίδι να σκαρφαλώνει επάνω στο σώμα του και τον αντίκρισε με τα λαμπερά του μάτια. Χαμογελούσε σαν αρπακτικό, με το πρόσωπό του φωτισμένο από διαβολική χαρά.
«Οι πράξεις σου σε έφεραν ως εδώ. Η καρδιά σου έδωσε όσα είχα υποσχεθεί. Έγινες ο φονιάς που επιθυμούσες, κολύμπησες στο αίμα των θυμάτων σου, όπως και αυτός στον οποίο ανήκε η καρδιά που κρατάς. Και τώρα, αφού πεθάνεις, θα πάρω τη δική σου. Σου είχα πει ότι θα πάρω πίσω την πληρωμή μου μια ημέρα…»
Ο Μουρασάμε προσπάθησε να ουρλιάξει, καθώς το φίδι έμπαινε μέσα στο στόμα του και εισέβαλλε στο στήθος του, σπάζοντας τα δόντια του, αλλά το δηλητήριο τον σκότωνε γρήγορα. Το μυαλό του σταμάτησε να αντιλαμβάνεται τον πόνο και το φίδι πήρε την καρδιά του, περιμένοντας για τον επόμενο άνθρωπο που θα ζητούσε να τη χρησιμοποιήσει.
Και κάτι μέσα του τού έλεγε πως δεν θα περίμενε για πολύ…
Σε αυτό τον τόπο, όταν ήταν χωρισμένος σε επαρχίες που πολεμούσαν, θυσιάζοντας τη νιότη τους για μια πιθαμή γης, με προσωρινές συμμαχίες και προδοσία, ξεκινά αυτό το ταξίδι. Εκεί, στις βορινότερες εκείνες περιοχές, μέσα στους ορυζώνες, ένας άνδρας μοχθούσε για να ζήσει. Δεν είχε επιλέξει αυτό το επάγγελμα, που του είχε δοθεί από τον πατέρα του και από τους προγόνους του, αλλά ούτε και ένιωθε ευγνώμων για αυτό. Ζούσε μία δύσκολη ζωή, ασκώντας κάτι που δεν είχε επιλέξει και κάτι τέτοιο, για έναν άνθρωπο, μπορεί να είναι χειρότερο και από τη σκλαβιά.
Καθώς λοιπόν γύριζε στην καλύβα του, ο άνδρας είδε μία μικρή αλεπού, που έτρεχε αλαφιασμένη στους θάμνους. Γρήγορη σαν βέλος, μία κόκκινη θολούρα, σταμάτησε μπροστά του, καθώς της έκλεινε τον δρόμο. Γύμνωσε τα δόντια της να τον απειλήσει, όταν από μακριά αντήχησε ο καλπασμός αλόγων. Ήταν το κυνήγι του νταϊμύο, που ερχόταν, με σκυλιά και τόξα, να την πιάσει. Προτού σκεφτεί τι έκανε, ο χωρικός έκανε στην άκρη και η αλεπού έπεσε μέσα στους θάμνους. Ένα μόνο θρόισμα απέμεινε που δήλωσε την παρουσία της, πριν χάσει κάθε ίχνος της.
Τα μυώδη και δυνατά άλογα των κυνηγών έκαναν έναν κύκλο γύρω από τον άνδρα, τινάζοντας τις χαίτες τους. Τα σκυλιά γρύλιζαν και γάβγιζαν το ένα στο άλλο, σαν να προσπαθούσαν να βρουν τον υπαίτιο της αποτυχίας αυτής και ο νταϊμύο κοίταξε τον χωρικό, με μάτια σαν χάντρες, που έλαμπαν από θυμό και λαιμαργία.
«Εσύ!» βροντοφώναξε «είδες εδώ γύρω μία αλεπού; Επειδή θέλω για το τρίχωμά της, αλλά την έχασα! Είδες κάτι;»
Ο χωρικός παρέμεινε σιωπηλός, κρύβοντας το πρόσωπό του πίσω από τις σκιές του ψάθινου καπέλου του. Το πρωτοπαλίκαρο του φεουδάρχη, εκνευρισμένος από αυτή την πρωτοφανή έλλειψη σεβασμού, τράβηξε το σπαθί του και το έφερε κάτω, κόβοντας το καπέλο και σταματώντας μια ανάσα πριν να ανοίξει το κεφάλι του. Όταν ο απόηχος του σπαθιού έσβησε, το καπέλο έπεσε κάτω, αλλά ο χωρικός παρέμεινε σιωπηλός.
«Μάλλον είναι μουγκός, άρχοντά μου. Αλλιώς δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος χωρικός με την καρδιά να μη μιλήσει μετά από αυτό» γρύλισε ο σπαθοφόρος.
Τα μάτια του φεουδάρχη στένεψαν και έφτυσε στα πόδια του χωρικού γυρνώντας την πλάτη.
«Ας φύγουμε από εδώ. Υπάρχει καλύτερο κυνήγι αλλού»
Και σαν ένας, ο όχλος έφυγε, γαβγίζοντας και φωνάζοντας, για να ξεσπάσουν ενάντια σε κάθε τι που βρισκόταν στο διάβα τους, σαν άμυαλα δαιμόνια.
«Μπορείς να βγεις τώρα» είπε ο άνδρας, κοιτώντας τους θάμνους, όπου τα λαμπερά μάτια της αλεπούς τον κοιτούσαν με τη σοφία ενός πονηρού πλάσματος σαν αυτό που ήταν, υπολογίζοντας ακόμη και τον ρυθμό της ανάσας του. Βγήκε έξω και κάθισε μπροστά του. Όταν άνοιξε το στόμα της, μίλησε με ανθρώπινη φωνή.
«Βοήθησες ένα πνεύμα αλεπού, έναν γελωτοποιό και ταραξία ακόμη και ανάμεσα στα πνεύματα. Εσύ, πού είσαι χωρικός, πριν από όλους, θα έπρεπε να με είχες προδώσει»
«Θεωρώ ότι εσύ, πριν από κάθε άλλο, θα αναγνωρίζεις την χαρά της ελευθερίας. Επειδή ό,τι κάνεις, είναι δική σου επιλογή, κάτι που δεν έχω εγώ. Δεν έχω κανέναν λόγο να βοηθήσω αυτόν που θα υπηρετώ άθελά μου για όση ζωή μου μένει…»
Η αλεπού έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά χαμογέλασε, τα μάτια της αλλάζοντας στο χρώμα του αχάτη.
«Για αυτή σου λοιπόν την πράξη, αλλά πιο πολύ για την ειλικρίνειά σου, θα σε ανταμείψω. Επειδή δεν βλέπω συχνά ειλικρινείς ανθρώπους στον καιρό μου» και με αυτά τα λόγια, χάθηκε στους θάμνους, για να επιστρέψει μετά από λίγο, κρατώντας στα δόντια της ένα πουγκί και ένα σφυράκι, λίγο μεγαλύτερο από μία παλάμη. Τα απόθεσε στα πόδια του και ύστερα κάθισε, σταυρώνοντας τα μπροστινά της πόδια σαν άνθρωπος.
«Το πουγκί περιέχει μέσα τόσα χρήματα, αρκετά για να αγοράσεις όχι μόνο τον τίτλο του σαμουράι, αλλά και τη γη από τον φεουδάρχη και αφέντη σου. Το σφυρί θα σε κάνει με τη σειρά του ονομαστό στην τέχνη που θα επιλέξεις, αλλά θα έχεις ελάχιστο χρηματικό κέρδος από αυτό. Μπορείς να πάρεις μόνο ένα»
Ο χωρικός έξυσε το κεφάλι του, υπολογίζοντας τις επιλογές του. Το πουγκί είχε τόσα χρήματα που θα τον έκαναν φεουδάρχη, κύριο χιλίων εκταρίων γης. Θα έριχνε τον νταϊμύο στους ορυζώνες, και το δικό του πρωτοπαλίκαρο θα έκοβε στα δύο το καπέλο του. Θα είχε τρεις γυναίκες και θα ζούσε βουτηγμένος στα πλούτη.
Αλλά το σφυρί θα του έδινε θρυλική ικανότητα σε μία τέχνη που θα διάλεγε. Θα γινόταν ονομαστός και θα θυμούνταν το όνομά του χάρη σε αυτό. Εκεί που τα πλούτη δε θα έφταναν, θα ακουγόταν το όνομά του και όταν θα πέθαινε, θα γινόταν τραγούδι, αντί να περνά μόνος του την κρύα μεταθανάτια ζωή του.
«Θα πάρω το σφυρί» είπε και σε απόκριση η αλεπού χαμογέλασε.
«Πρωτότυπη η επιλογή σου, χωρικέ. Σπάνια βλέπω κάποιον που να μοιράζεται τη ζωή σου και να μην είναι κοντόφθαλμος. Μην ξεχνάς όμως, την ιδιαιτερότητα του δώρου μου. Θα γίνεις ξακουστός, αλλά μόνο σε μία τέχνη που θα επιλέξεις. Μην χαραμίσεις αυτή την επιλογή»
«Θα το λάβω σοβαρά υπόψη μου, γελωτοποιέ. Σε ευχαριστώ»
«Με ευχαριστείς; Δεν υπάρχει τίποτα για να με ευχαριστήσεις, άνθρωπε. Μπορεί να τα πούμε και πάλι, αλλά τότε θα σου έχω ρημάξει την αποθήκη, ή θα σου έχω σκορπίσει τις κότες. Δεν θα με ευχαριστείς τότε»
«Αλλά ούτε και θα σου κρατώ κακία. Είναι οι επιλογές μας»
Η αλεπού κάθισε κάτω, και με ένα σάλτο, είχε χαθεί, εξίσου απότομα όπως είχε εμφανιστεί, παίρνοντας το πουγκί μαζί της. Και ο άνδρας κοίταξε το σφυρί, που ήταν ένα κομψοτέχνημα, αλλά στο μέγεθος παιχνιδιού για μωρά, παρά για τα δικά του, τεράστια χέρια. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι μπορεί η αλεπού να τον ξεγέλασε, αλλά αποφάσισε να δοκιμάσει προτού καταλήξει σε συμπεράσματα.
Έτσι λοιπόν, έφτασε στο χωριό του, και αντίκρισε τη δημοσιά, γεμάτη με κόσμο, που έτρεχαν και περπατούσαν, γελούσαν και φώναζαν, τα παιδιά μικροί φάροι ξενοιασιάς μέσα στη θάλασσα των ανησυχιών των ενηλίκων. Χτίστες έστηναν ένα καινούριο σπίτι, ξεφυσώντας και φωνάζοντας εντολές, ανταλλάσσοντας βρισιές και κοφτές συζητήσεις. Ο χωρικός σκέφτηκε για λίγο να ακολουθήσει το δρόμο του χτίστη, αλλά άλλαξε τη γνώμη του. Δεν υπήρχε κάτι για να ξεχωρίσεις σαν χτίστης και ήξερε ότι περίμενε περισσότερα από τη ζωή του από το να χτίζει παγόδες και μέρη για να μένουν οι πολέμαρχοι και οι φεουδάρχες.
Συνέχισε λοιπόν τον δρόμο του, προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι που θα του ταίριαζε, όταν από την άλλη πλευρά, ήρθε στα αυτιά του η κλαγγή του μετάλλου. Γύρισε τα μάτια του και είδε τότε τα καμίνια του σιδηρουργείου να βρυχώνται, και ο οπλουργός, μαζί με έναν νεαρό μαθητή του, να τραβά από την φλόγα μία λεπίδα, ακόμη κόκκινη σαν αίμα και να την ακουμπούν στο πέτρινο αμόνι. Έφερε το σφυρί του πάνω στο μέταλλο, στέλνοντας σπίθες σε κάθε κατεύθυνση, που φώτισαν το πρόσωπό του, ένας χορός από χίλια παιχνιδιάρικα πνεύματα, προτού χαθούν. Και κάθε χτύπημα είχε τον δικό του ήχο, κάθε ένα μετέφερε ένα μέρος των γνώσεων και της ψυχής του οπλουργού στο μέταλλο.
Όταν τελικά ξεδίψασαν τη λάμα σε έναν κουβά με νερό, ο άνδρας φάνηκε πως άκουσε το κλάμα ενός νεογέννητου, σαν το σπαθί να έπαιρνε την πρώτη του ανάσα, περνώντας από τον κόσμο των ιδεών στην τωρινή του μορφή. Έδεσαν το σπαθί με τη λαβή και ο άνδρας που περίμενε πιο πέρα, ο αγοραστής του σπαθιού, το σήκωσε στον αέρα, δοκιμάζοντας μερικές προσποιήσεις. Και η κόψη του σπαθιού είχε το χρώμα του ασημιού, οι ρευστές του κινήσεις του έδιναν μία απόκοσμη χάρη. Στα μάτια του άνδρα, το σπαθί αυτό ενσωμάτωνε το τι ήθελε να γίνει, τι κάθε άνθρωπος όφειλε να γίνει. Το αποτέλεσμα των ονείρων του.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, παρουσιάστηκε στον οπλουργό.
«Θέλω να δουλέψω εδώ»
Ο οπλουργός γέλασε, χτυπώντας την κοιλιά του.
«Εσύ; Δεν παραείσαι μεγάλος για τέτοια πράγματα;»
«Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ!»
«Δεν είναι εύκολη δουλειά και εσύ φαίνεται να μην ξέρεις από τέτοια! Έχεις χέρια και στάση αγρότη!»
«Δοκίμασέ με, τότε! Και αν αποτύχω, θα φύγω και δεν θα με δεις πια!»
Ο σιδηρουργός τότε έκανε νόημα στον μαθητή του, και η φωτιά βρυχήθηκε, έτοιμη να σμιλεύσει και πάλι. Πήρε ένα κομμάτι από ατσάλι και το έδειξε στον χωρικό.
«Για να σε δω λοιπόν!»
Πήρε το μέταλλο και το έβαλε στη φωτιά, μιμούμενος την κίνηση που είχε δει από τον δρόμο. Σταδιακά, το ατσάλι έγινε κόκκινο, και ένιωσε τη θερμότητα να σκαρφαλώνει, μυριάδες μικρά ερπετά που ζητούσαν να δαγκώσουν τα χέρια του. Τράβηξε το μέταλλο, και πήρε το σφυρί που του είχε δώσει το πνεύμα, αλλά δεν έδωσε σημασία στα πειράγματα και στα γέλια του οπλουργού και του μαθητή του. Χτύπησε το μέταλλο, και άκουσε την πρώτη του νότα να βγαίνει, πλαισιωμένη με γαλάζιες σπίθες, ενώ η επιφάνεια της λεπίδας κυμάτισε, σαν την ταραγμένη επιφάνεια μιας λίμνης. Χτύπησε και πάλι, ακόμη πιο σίγουρος, νιώθοντας το εργαλείο του να συμπληρώνει τις κινήσεις του, ώσπου πια κινούνταν με χάρη τέτοια και σιγουριά που το όπλο έπαιρνε μορφή όπως το φανταζόταν.
Όταν τελείωσε, και έβγαλε την κρύα λεπίδα από το νερό, ο οπλουργός είχε μείνει άφωνος.
«Λοιπόν; Είναι αρκετά καλό;»
«Μα την πίστη μου, καλό δεν είναι αρκετό να το περιγράψω! Πού έμαθες να φτιάχνεις τέτοια όπλα;»
«Δεν έμαθα. Ανακαλύπτω»
Ο οπλουργός σήκωσε το φρύδι του και γέλασε.
«Προσλαμβάνεσαι, λοιπόν! Αλλά πες μου το όνομά σου, γιατί δεν κάνει να σε προσφωνώ μόνο αφέντη!»
«Με λένε Μασαμούν»
Στην άλλη πλευρά του νησιού ένας άλλος άνδρας έτρεχε ανάμεσα στις καλαμιές, αλλά δεν ήταν γιατί δούλευε εκεί. Ζητούσε να ξεφύγει, καθώς τον κυνηγούσαν, ώστε να τον τιμωρήσουν για μια δολοφονία που είχε διαπράξει.
Ο φυγάς είχε σχεδόν ξεχάσει ο όνομα όποιου είχε σκοτώσει. Στα χρόνια του, είχε διαπράξει περισσότερες ατιμίες από όσες δέκα άνθρωποι μαζί και είχε σκοτώσει άλλους, τόσο στον πόλεμο, όσο και έξω από αυτόν. Για αυτόν το σπαθί ήταν ένα μέτρο υπεροχής και δύναμης, μετρώντας την αξία του στην κόψη του και όχι σε αυτό που κρυβόταν πίσω του.
Διέσχιζε τρέχοντας τον αγρό, ακούγοντας τους διώκτες του, συγγενείς του θύματός του, να τον αναζητούν. Ένας πετάχτηκε μπροστά του, ένα παιδαρέλι το πολύ στην εφηβεία και του έκοψε τον λαιμό, προτού καν αντιδράσει, μουσκεύοντας το χώμα με το αίμα του. Πλησίασε για να του αρπάξει τα υπάρχοντα, όταν πρόβαλε ένα φίδι, με πράσινες φολίδες και μάτια που έλαμπαν με μία κακία αρχαιότερη από τη δική του.
«Με ξεδίψασες» σφύριξε το φίδι με φωνή ανθρώπινη «με κάτι που δύσκολα πια βρίσκω. Μου έδωσες το αίμα ενός νεαρού ανθρώπου που δεν είχε πάρει ακόμη ζωή και αυτό είναι σπάνιο τρόπαιο για εμένα. Και για αυτή σου τη χάρη, ζητώ να σε ανταμείψω, άνθρωπε»
«Τι μπορείς να μου προσφέρεις λοιπόν, φίδι, που να αξίζει τον κόπο; Γιατί με καθυστερείς και αν με πιάσουν, θα γυρίσω από την κόλαση να σε στοιχειώσω!»
«Δεν θα σε βρουν. Το αίμα του νεαρού θα καλύψει εμάς τους δύο και όταν θα μπορούν να σε δουν πάλι, θα έχει ανατείλει η επόμενη μέρα»
Ο άνδρας θηκάρωσε το σπαθί του και κάθισε κάτω.
«Σε ακούω, τι δώρα είναι αυτά;»
Το φίδι σύρθηκε πίσω, με τη γλώσσα του να προβάλλει, και χάθηκε. Όταν γύρισε, έφερνε στο στόμα του ένα μαργαριτάρι τέλειο, στο μέγεθος ανθρώπινης γροθιάς και έσερνε πίσω του μία ξεραμένη ανθρώπινη καρδιά. Τα απόθεσε μπροστά του.
«Το μαργαριτάρι θα σε κάνει πάμπλουτο, καθώς η αξία του δε μετριέται ούτε σε ανθρώπινες ζωές. Αλλά η καρδιά θα μεταφέρει την πρόθεσή σου σε όποιο σπαθί δημιουργήσεις, επειδή βλέπω στα μάτια σου το βλέμμα του δολοφόνου και τα ρούχα σου μυρίζουν αίμα πολύ παλιότερο από αυτό του νεαρού. Αν βάλεις την καρδιά σε μια φωτιά και σε αυτή σφυρηλατήσεις ένα σπαθί, η λάμα θα γίνει αυτό που επιθυμείς»
Ο φυγάς σκέφτηκε λοιπόν. Το μαργαριτάρι (που είχε κλέψει πολλά για να είναι σε θέση να τα εκτιμήσει) ήταν στα αλήθεια ανεκτίμητο και θα μπορούσε να εξαγοράσει την αθώωσή του. Θα ζούσε άρχοντας, πλαισιωμένος από άλλους υπηρέτες, όμως αυτή η ζωή, που θα τον απάλλασσε από εχθρούς, απλώς θα του έδινε νέους, που δε θα έφτανε το σπαθί για να τους νικήσει. Αλλά η καρδιά του φαινόταν ανεκτίμητο απόκτημα. Γιατί αν έλεγε αλήθεια το φίδι, τότε θα μπορούσε να φτιάξει σπαθιά που θα ήταν τέλειες φονικές μηχανές, ικανά να τον κάνουν πιο ξακουστό και από τον Μουσάσι!
Πήρε λοιπόν την καρδιά και την έχωσε μέσα στον μανδύα του.
«Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να σε ευχαριστήσω ή να σε κόψω στα δύο, φίδι…»
«Κάνε όπως επιθυμείς. Αλλά να ξέρεις, ότι θα φτάσει η μέρα να εισπράξω την πληρωμή μου»
Ο άνδρας γέλασε, και έφυγε, απαρατήρητος από τους διώκτες του. Σταμάτησε στην κοντινότερη πόλη και εκεί έπιασε δουλειά σαν σιδηρουργός, θέλοντας να δοκιμάσει το απόκτημά του. Όταν λοιπόν οι άλλοι δεν πρόσεχαν, έβαλε την καρδιά μέσα στο καμίνι του, και πύρωσε τη λεπίδα. Αλλά αντί η φωτιά να της δώσει χρώμα κόκκινο, την είχε κάνει μαύρη, στο χρώμα της ψυχής του. Χαμογελώντας, ο φονιάς χτύπησε μια φορά τη λεπίδα, που ήχησε σαν την ικεσία ενός αιχμαλώτου. Δεν πήδηξαν όμως σπίθες, αλλά η επιφάνεια κινήθηκε, σαν ένα ολόκληρο χαλί από φίδια, που ύστερα έγιναν ένα με το μέταλλο. Όταν τελικά έριξε τη λεπίδα στο νερό, ακούστηκε το γέλιο ενός μανιακού, καθώς η λεπίδα ξυπνούσε στη σκέψη του δημιουργού της.
Ο σαμουράι που την πήρε, αυτοκτόνησε μερικές μέρες αργότερα, αφού πήρε τη ζωή του καλύτερού του φίλου. Και ο Μουρασάμε, γιατί αυτό ήταν το όνομά του, έφτιαξε ακόμη πιο φονικά σπαθιά.
Και οι μέρες έγιναν εβδομάδες, που κύλησαν σε μήνες, που έγιναν χρόνια και άπλωσαν τα μακριά τους φτερά, αλλάζοντας σε δεκαετίες. Οι δύο σιδηρουργοί έγιναν ακόμη πιο ονομαστοί, ο ένας σαν καλλιτέχνης και ο άλλος σαν δημιουργός φονιάδων. Αλλά ήταν τέτοιοι οι καιροί, που και οι δύο έγιναν εξίσου ονομαστοί. Ο πρώτος, στη μικρή ανάπαυλα της ειρήνης και ο άλλος, στην φρίκη του πεδίου της μάχης.
Και οι δυο τους κατέληξαν στο Έντο, την μεγαλύτερη πόλη, όπου φεουδάρχες και ξιφομάχοι αναζητούσαν τις υπηρεσίες τους. Μαθητές ήρθαν στο πλευρό τους, ζητώντας να μάθουν την τέχνη τους, σύντομα δημιουργώντας ολόκληρες σχολές και προτού το καταλάβουν, τα σπαθιά τους είχαν αρχίσει να επηρεάζουν τον πόλεμο.
Ώσπου ο νταϊμύο του Έντο, αποφάσισε να κηρύξει έναν διαγωνισμό στη σιδηρουργία. Έδωσε λοιπόν φιρμάνι, να καλέσει τους καλύτερους σιδηρουργούς στη χώρα, αλλά και πέρα από αυτή, για να δουν την τέχνη τους. Υπήρξαν πολλοί που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα αυτό, όχι μόνο από την χώρα, αλλά και από το Ντογκυούνγκ, την Ανθισμένη Χώρα και ακόμη πιο πέρα, την Κορέα, όπου ζούσαν άνδρες ικανοί να σκοτώσουν κάποιον με ένα άγγιγμά τους.
Τα σπαθιά ήταν πολλά που παρουσιάστηκαν, το κάθε ένα κάτι ξεχωριστό. Άλλα ήταν σπαθιά που έσκιζαν τον αέρα με τέλεια μουσική και άλλα ήταν φτιαγμένα από καθαρό γυαλί. Μερικά είχαν λεπίδες με απίστευτα σχήματα, και άλλα ήταν ευλύγιστα και ύπουλα σαν μαστίγια. Αλλά από όλα τα σπαθιά, εκείνα που ξεχώρισαν ήταν του Μασαμούν και του Μουρασάμε.
Το σπαθί του πρώτου είχε γκρίζα λεπίδα, αλλά η κόψη του έλαμπε σαν χρυσός και του άλλου η κόψη ήταν μαύρη σαν την άναστρη νύχτα. Και, αν και τα δυο ήταν πιο εξαιρετικά από κάθε άλλο, κανείς δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο ήταν καλύτερο. Ο άρχοντας λοιπόν, πήρε το σπαθί του Μουρασάμε και με αυτό, έσκισε την επιφάνεια ενός ρυακιού. Το νερό μέριασε, καθώς το κόψιμο το χώρισε στα δύο και συνεχίστηκε ως κάτω, ενώ συνέχιζε να κυλά, γύρω από το σημείο από όπου είχε περάσει το σπαθί.
Μετά, διέταξε να χτυπήσουν τα φύλλα μιας κερασιάς, ρίχνοντας μία κουρτίνα από λευκό και ροζ. Σήκωσε το σπαθί του Μασαμούν, που διέσχισε τον αέρα, παρασέρνοντας κάθε φύλλο, τυλίγοντάς το με έναν μανδύα από φύλλα. Κατέβασε το σπαθί, και αυτά χόρεψαν για λίγο, ένα ονειρικό σύννεφο πριν πέσουν και πάλι κάτω. Μετά από αυτή την εξαιρετική επίδειξη, υπήρχε περισσότερη δυσκολία να αποφασίσουν τον καλύτερο. Έτσι, το βραβείο δόθηκε και στους δύο. Αλλά ο Μουρασάμε, που ήταν εκεί, διαμαρτυρήθηκε.
«Τι λέτε τώρα; Είναι δυνατόν το δικό μου σπαθί να συγκριθεί με αυτό του Μασαμούν; Το δικό μου είναι ένα όπλο για μάχη, όχι για επιδείξεις! Εγώ δεν απέρριψα την πρόσκλησή σας όπως αυτός και δεν φτιάχνω σπαθιά για να τα κρεμάτε με τις πανοπλίες σας στη γωνία! Το ξέρετε ότι αυτός φτιάχνει τα όπλα του με ένα μωρουδίστικο σφυράκι;»
«Ο διαγωνισμός αυτός, τιμημένε Μουρασμάμε, αφορά μόνο την ικανότητα του δημιουργού, όχι την κοινωνική του επιδεξιότητα. Ο Μασαμούν δεν εμφανίστηκε, αλλά έστειλε τον αντιπρόσωπό του και ακόμη πιο σημαντικό, το όπλο του. Κριθήκατε ισάξιοι» είπε ο νταϊμύο.
«Αρνούμαι να αποδεχτώ αυτή την κρίση! Τα δικά μου όπλα είναι όπλα που χαρίζουν νίκη, όχι θέαμα! Προκαλώ αυτό τον τσαρλατάνο, να κρίνουμε τα όπλα μας!»
Για λίγο, το πλήθος άρχισε να βουίζει σαν μελίσσι και ο απεσταλμένος του σιδηρουργού πάνιασε, αλλά ο άρχοντας του Έντο επέβαλλε σιωπή με ένα νεύμα.
«Πολύ καλά» απάντησε «αλλά δεν θα δεχτώ αιματοχυσία. Η μάχη θα είναι μία αντιπαράθεση ικανοτήτων, όχι σπαθιών» στράφηκε στον απεσταλμένο του Μασαμούν «πες στον δάσκαλό σου ότι αύριο, πριν την ώρα του Πιθήκου, πρέπει να είναι εδώ, για να υπερασπιστεί τον τίτλο του»
Το πρωί εκείνο λοιπόν, οι δυο σιδηρουργοί στάθηκαν στον τόπο που είχαν δοκιμαστεί τα σπαθιά, ο Μουρασάμε με το μαύρο του σπαθί τραβηγμένο και ο Μασαμούν με το δικό του θηκαρωμένο, στα χέρια του νεότερου από τους μαθητές του.
«Τι; Έφερες το μούλικο για να σε δει να ταπεινώνεσαι;»
Ο Μασαμούν απλά χαμογέλασε και στράφηκε στον άρχοντά του.
«Ζητώ την άδεια να ξεκινήσω πρώτος, όντας αυτός στον οποίο απευθύνεται η πρόκληση»
«Την έχεις, αν συμφωνεί και ο αντίπαλός σου»
«Ας κάνει ό,τι θέλει! Η νίκη μου είναι καθορισμένη!»
Ο Μασαμούν έκανε νόημα και οι μαθητές του έφεραν μία πλήρη πανοπλία, τα ρούχα μάχης των σαμουράι, που αν και ήταν ελαφριά, το κέλυφός τους ήταν αδιαπέραστο από άλλα σπαθιά. Τράβηξε λοιπόν το σπαθί και το έδωσε στο παιδί που ήταν μαζί του. Κράτησε στα χέρια του τη λεπίδα, τρέμοντας από άγχος, αν και ήταν ελαφριά σαν πούπουλο. Του έκανε νόημα να χτυπήσει.
Το παιδί έκανε ένα βήμα μπροστά και κατέβασε το όπλο, όμως το μόνο που ακούστηκε ήταν το σκίσιμο του αέρα. Η λεπίδα διέγραψε την τροχιά της, αλλά η πανοπλία δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα.
«Συγχαρητήρια, Μασαμούν! Έφτιαξες μια λεπίδα που σκίζει τον αέρα! Μήπως τώρα σκοπεύεις να φέρεις ένα βρέφος για να-»
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό, καθώς η πανοπλία έπεσε στο έδαφος, κομμένη διαγώνια, τα χείλη των κομματιών της απολύτως επίπεδα, σαν να ήταν έτσι εξαρχής φτιαγμένη. Οι συγκεντρωμένοι κοίταζαν το θέαμα αποστομωμένοι. Ο Μουρασάμε άφριζε από το κακό του. Έτρεξε σχεδόν προς τον κοντινότερο βράχο, έναν ογκόλιθο στο μέγεθος τριών αλόγων και τον χτύπησε με οργή. Η λεπίδα τον έκοψε, και έσπασε σε κομμάτια, στέλνοντας σκόνη και χαλίκια σε κάθε κατεύθυνση. Το πλήθος είχε πια χωριστεί, μπροστά στην τρτομερή αυτή επίδειξη. Υπήρχε μία σιωπή από καθαρή σαστιμάρα μπροστά στην δύναμη των δυο όπλων.
Ο Μασαμούν μίλησε στο παιδί.
«Πέμπτο κάτα»
Μία ξαφνιασμένη ανάσα βγήκα από το πλήθος. Το πέμπτο κάτα ήταν μία σχεδόν θρυλική τεχνική, που ακόμη και οι πιο ονομαστοί σαμουράι δεν είχαν τελειοποιήσει. Λεγόταν πως μπορούσε να κόψει ένα κλαρί σε δεκατρία κομμάτι πριν πέσει στο έδαφος. Το ότι ανάθετε κάτι τέτοιο στο παιδί ήταν καθαρό σημάδι αλαζονείας.
Έκανε νόημα στους υπηρέτες να κουνήσουν την κοντινή κερασιά, ρίχνοντας τα φύλλα της σαν βροχή στο παιδί, που άρχισε τις κινήσεις του, αδέξιες και αβέβαιες, που συμπληρώνονταν από το ίδιο το σπαθί. Χτυπούσε με ακρίβεια και με έναν συγχρονισμό που άλλοι θα χρειάζονταν χρόνια να επιτύχουν, χορεύοντας ανάμεσα στα φύλλα που έπεφταν, σχηματίζοντας νότες από τον ίδιο τον αέρα και τις κινήσεις του. Όταν τελείωσε, όλα τα φύλλα είχαν κοπεί στη μέση.
Ο Μουρασάμε ούρλιαξε από οργή και τίναξε το σπαθί του, σκίζοντας τον αέρα. Η ορμή του από μόνη της, διέσχισε τον αέρα, και έκοψε στη μέση τα ραβδιά που κρατούσαν οι κριτές στη σειρά, μερικά μέτρα παραπέρα. Το πλήθος πια φώναζε και καβγάδες ξεσπούσαν ανάμεσα στους παρευρισκόμενους.
Ο άρχοντας σηκώθηκε και πλησίασε τους δύο σιδηρουργούς. Πήρε στα χέρια του τα σπαθιά και τα σήκωσε στον αέρα.
«Το σπαθί του Μουρασάμε είναι ένα σπαθί για πόλεμο και νίκες, αυτό το έχουμε δει και οι καιροί μας είναι τέτοιοι που αυτό το όπλο ταιριάζει απόλυτα με το πνεύμα της τωρινής Ιαπωνίας. Το σπαθί του Μουρασάμε είναι ένα εργαλείο για ειρήνη, που ανήκει στα χέρια εκείνων που ζητούν πειθαρχία και αφοσίωση, όχι μάχες. Σαν άρχοντας, έχω το χρέος να διεξάγω έναν πόλεμο, αλλά και να οδηγήσω τον λαό μου στην ευημερία. Και οι δυο μου ευθύνες είναι εξίσου σημαντικές, όμως το κάθε σπαθί συμβάλλει μόνο σε μία. Για αυτό τον λόγο, αφήνω την κρίση σε εσάς, τους συγκεντρωμένους εδώ, να μου πείτε αν θα έπρεπε να διαλέξω ένα όπλο που θα κερδίσει μάχες ή ένα που θα διδάξει αρχές»
Το πλήθος άρχισε να βουίζει, καθώς ο λαός αποφάσιζε, σαστισμένος από την τροπή αυτή. Όταν τελικά ησύχασαν, ο γηραιότερος σηκώθηκε.
«Διαλέγουμε τη λεπίδα του Μασαμούν, γιατί είμαστε κουρασμένοι από τον πόλεμο και την απώλεια των νεαρών μας. Θέλουμε ανάπαυλα»
Ο Μουρασάμε άφριζε, αλλά είχε χάσει. Ο λαός πήρε στους ώμους του τον σιδηρουργό. Το Έντο θα έληγε τον πόλεμο, όπως και έμελλε να γίνει αργότερα. Η μαύρη του λεπίδα επιστράφηκε και ο δημιουργός της έφυγε την επόμενη ημέρα, με το δώρο του φιδιού, διαπράττοντας και πάλι τις παρανομίες του, παίρνοντας περισσότερες ζωές χάρη στο τρομερό του σπαθί. Σκόπευε να κάνει μια δική του συμμορία, οπλισμένοι όλοι με τέτοια σπαθιά, ικανοί να φέρουν πόλεμο σε ολόκληρη την χώρα και πέρα από αυτή.
Μερικούς μήνες μετά, ο Μουρασάμε έτρεχε και πάλι μέσα από τον ίδιο καλαμώνα όπως και πολλά χρόνια πριν, κυνηγημένος και πάλι για τις τρομερές του ανομίες, οι μαθητές του σκοτωμένοι από το ίδιο του το χέρι, οι αντίπαλοί του περισσότεροι από όσους είχε στην αρχή. Αλλά αυτή τη φορά, κανείς δεν είχε την καρδιά στα αλήθεια να τον αντιμετωπίσει, αφού το σπαθί του έκοβε τη σάρκα και το κόκαλο σαν να ήταν χαρτί. Όσοι τον είχαν πλησιάσει, είχαν πεθάνει και ένιωθε μία μαύρη χαρά για αυτό.
Σταμάτησε και πάλι στο ίδιο σημείο που είχε σταματήσει χρόνια πριν, αλλά δεν το αναγνώρισε. Πάτησε το φίδι, παρασυρμένος καθώς ήταν από την δίψα του για αίμα, και ένιωσε να καίγεται από μέσα του, καθώς το δάγκωμά του πνεύματος γέμισε τις φλέβες του με υγρή φλόγα. Έπεσε κάτω, σφαδάζοντας και αφρίζοντας, ενώ το μαύρο φαρμάκι ανέβαινε στο πόδι του, προς την καρδιά του. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει και η όρασή του γινόταν μία πανδαισία από χιλιάδες χρώματα. Καθώς οι αισθήσεις του τον άφηναν, ένιωσε το φίδι να σκαρφαλώνει επάνω στο σώμα του και τον αντίκρισε με τα λαμπερά του μάτια. Χαμογελούσε σαν αρπακτικό, με το πρόσωπό του φωτισμένο από διαβολική χαρά.
«Οι πράξεις σου σε έφεραν ως εδώ. Η καρδιά σου έδωσε όσα είχα υποσχεθεί. Έγινες ο φονιάς που επιθυμούσες, κολύμπησες στο αίμα των θυμάτων σου, όπως και αυτός στον οποίο ανήκε η καρδιά που κρατάς. Και τώρα, αφού πεθάνεις, θα πάρω τη δική σου. Σου είχα πει ότι θα πάρω πίσω την πληρωμή μου μια ημέρα…»
Ο Μουρασάμε προσπάθησε να ουρλιάξει, καθώς το φίδι έμπαινε μέσα στο στόμα του και εισέβαλλε στο στήθος του, σπάζοντας τα δόντια του, αλλά το δηλητήριο τον σκότωνε γρήγορα. Το μυαλό του σταμάτησε να αντιλαμβάνεται τον πόνο και το φίδι πήρε την καρδιά του, περιμένοντας για τον επόμενο άνθρωπο που θα ζητούσε να τη χρησιμοποιήσει.
Και κάτι μέσα του τού έλεγε πως δεν θα περίμενε για πολύ…
Post a Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου